Δυστυχώς η εποχή μας είναι η πλέον ανευθεντική και ως εκ τούτου μακράν η χειρότερη! Το χείριστο που συμβαίνει είναι το γεγονός ότι ο έρωτας βρίσκεται στην πλέον ανευθεντική του μορφή. Και εξηγούμε :
Αρχικώς θα υπενθυμίσουμε ότι αφενός το ισχυρότερο όπλο του ανθρώπου, η σημαντικότερη δυνατότητα, που του δόθηκε στον αγώνα του να προσεγγίσει του "Είναι" (όντως ύπαρξη), την τελειότητα & το όλον, είναι ο Έρως : Άλλωστε όπως λέγει ο Σωκράτης του «Συμποσίου, 192.e.10 – 193.a.1» : «Του ολοκλήρου η επιθυμία και η ορμή έχει το όνομα έρως – τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα»!. Αφετέρου ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου». Άλλωστε «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην» έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. Νο.8).
Ο αυθεντικός έρωτας, δηλ., προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης.
Το ίδιο όμως και ο ίμερος, η αντιφατική σύσταση της ερωτικής ορμής, χαρακτηρίζεται από δύο συστατικές αρχές : την ηδονή και τη οδύνη ως στέρηση & κορεσμός μαζί, λαχτάρα και αποστροφή μαζί, δάκρυ και γέλωτας μαζί – «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο![1]
Μάλιστα η Σαπφώ – η αιολική ποιήτρια που ο ερωτικός της άθλος ταυτίζεται με τα έργα του Ηρακλή - είχε εφεύρει νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του “πόθου” και του “πόνου”. Όλη η ποίηση της Σαπφώς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.[2]
Κατά αυτή την έννοια η ουσία του Ίμερου είναι ο «πόθος» ως αμφίσημο έρεισμα του «πάθους». Από το «ποθώ» που αντιστοιχεί στο «έχειν και μη έχειν» (που ως άλλο σωκρατικό «Ἐν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» καταδεικνύει την γνώση της απουσίας και την άγνοια της παρουσίας, ή την παρουσία της άγνοιας και την απουσία της γνώσης.) και στο «πάσχω» που δηλοί το Ηρακλείτειο «εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν – είμεθα και δεν είμεθα» (που καταδεικνύει την οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου : είμαστε της στιγμής : μια αείροη παρουσία – απουσία.). Μάλιστα ο ίμερος στον Όμηρο, στην Ιλιάδα ραψωδία Ψ’ σ. 14, είναι γείτονας του θρήνου : «και μεταξύ τους η Θέτις τον ίμερο του γόου όρθωσε – μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε».
Ως εκ τούτων μόνο ο ερωτικός δεσμός που πληρούται από την οδύνη (σαν) του θανάτου είναι γνήσιος, μιας και μόνο τότε η ερωτική πλησμονή είναι ευγένεια της πενίας και αρχέγονη στέρηση απέναντι στο τέλειο και στο απόλυτο, στις αρχετυπικές καταβολές του όντος. Με άλλα λόγια μόνο ο ερωτικός δεσμός που στο σμίξιμο έχει την ένταση και την ποιότητα που μετριέται και βρίσκεται ισόμετρη προς την ένταση και τη σκληρότητα του θανάτου! Άλλωστε η ταύτιση του έρωτα και του θανάτου, κατά το ηρακλείτειο «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος», πρακτικά σημαίνει ότι η ερωτική ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο. Ένα είδος πόνου ζωντανού, που δεν γαυριά, αλλά ούτε πραΰνεται ούτε μετριάζεται ούτε τελειώνει [3].
****εξ ου και η συνηθισμένη μορφή του έρωτα της υπερ-πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ολονυκτία καρικών γυναικών & σκηνοπηγία πτωμάτων : αναυθεντικός.
Όμως ο σημερινός άνθρωπος έχει διασπάσει τον Έρωτα στα συστατικά του μόρια και έχει οδηγηθεί σε απώλεια της εποπτείας του όλου. Έχει διασπαστεί η δυαρχική ενότητα του ίμερου και οι δύο συστατικές αρχές, η ηδονή και η οδύνη, αποκόπηκαν η μία από την άλλη. Ο κίβδηλος ερωτικός τρόπος του σημερινού ανθρώπου αποτελεί τον κανόνα της ανθρώπινης ζωής του. Την άμεση θέαση της ερωτικής ιδέας την εμποδίζει πλέον ένας οντολογικός ογκόλιθος : ο άνθρωπος ξέχασε ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου».
Η ερωτική μονομέρεια του σημερινού ανθρώπου διαστρέφει το ήθος του φυσικού ίμερου κατά την έννοια ότι απολυτοποιεί ερωτικά το πάθος (το Είναι ερωτικά) μηδενίζοντας τον πόνο/οδύνη (το Μη-Είναι ερωτικά). Η υπερτροφία της ερωτικής παρουσίας συντελείτε σε βάρος της ερωτικής απουσίας και ως εκ τούτου ο άνθρωπος πλημμελεί διπλό πλημμέλημα. Προς χάρη του θετικού δεν αγνοεί απλώς το αρνητικό, αλλά και το καταπολεμά. Αυτή την επί του οντολογικού πεδίου κακοπραγμοσύνη εκφράζει η τάση των σημερινών ανθρώπων να επιζητούν ασίγαστα την ηδονή και σταθερά να αποφεύγει την οδύνη.[4]
Η ερωτική μονομέρεια εμφανίστηκε από την στιγμή που ο άνθρωπος απομόνωσε τον ηδονικό στρόβιλο, αυτή την «γλυκερή τέρψη», απολυτοποίησε την σημασία της και την κατάστησε νομοθετική πηγή της ερωτικής του πρόθεσης. Η εμφάνιση του βιβλικού Αυνάν ήταν γεγονός. Η ανακάλυψη του, πολύ χειρότερη από την χειρότερη εφεύρεση, άνοιξε τον δρόμο, που οδηγεί στα έσχατα του ανθρώπου. Ο ελληνικός κόσμος, περισσότερο φυσικός από τον ιουδαϊκό, στην ερωτική μονομέρεια είδε την κακή θέα της ερωτικής θεάς. Ο διχασμός του ερωτικού όλου και η εκλογή μόνο του ευνοϊκού μέρους υπήρξε γεγονός απλό με συνέπειες όμως πολύπλοκες. Εν ολίγοις από οντολογικής απόψεως σημαίνει την άρνηση της ακεραιότητας και την κατάφαση της αναπηρίας του Κόσμου, την εκτροπή δηλ. του ερωτικού προσανατολισμού του ανθρώπου σε αφύσικο πρότυπο. Με την πράξη του Αυνάν διασπάστηκε η δυαρχική ενότητα των δύο συστατικών αρχών του ίμερου, η ηδονή και η οδύνη. Ο σκοπός των ερωτικών έργων συμπιέστηκε στην άγονη κάρπωση της ηδονής. Η Μονόπλευρη θήρευση της εβίασε την φυσική κλίμακα του ερωτικού γεγονός και κατάργησε την σοφή οικονομία της αρχιτεκτονικής της.[5]
Κατά την έννοια, βέβαια, ότι πίσω από τον ηδονικό στρόβιλο κρύβεται η πανούργος οικονομία τη Φύσης, που μαυλίζει τα πλάσματα, να διαιωνίζουν τη ζωή!.
Το δεύτερο παράπτωμα είναι απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου.
Εδώ το αγαπημένο πρόσωπο γίνεται η πηγή της χαράς των ανθρώπων και της ουσίας των πραγμάτων. Έτσι ο ερωτικός δεσμός αποκτά ιδιοτελή χαρακτήρα, εξ αιτίας της ροπής των εραστών να συσσωρεύουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου ολόκληρο το νόημα του κόσμου.[6]
Κατά την απολυτοποίηση το ερωτικό αντικείμενο δεν είναι πια μέρος του κόσμου στα μάτια του/της εραστή/ερωμένης του, αλλά το κέντρο περιφοράς του κόσμου. Το αγαπημένο πρόσωπο δεν εμψυχώνεται, ούτε διατρέφεται από τον πλούτο του ευρύτερου κοσμικού περιέχοντος, αλλά αντίθετα εξαναγκάζεται να μεταβληθεί, από τον ερωτικό σύντροφο και για χάρη του, σε πηγή τροφοδοσίας και ανανέωσης του κόσμου, σε ένα είδος μεταλλείου κοσμικής δημιουργίας. Στον ερωτικό σύντροφο συντελείται το γεγονός μιας οντολογικής ανατροπής, η οποία ορίζει να νοηματοδοτείται το άπειρο από το περατωτικό. Η προσωπάγεια της ερωτικής διάθεσης οδηγεί αναπότρεπτα στο φυσικό αδύνατο.[7]
Έτσι όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, το αποτέλεσμα του ανευθεντικού αυτού έρωτα είναι η μη αποδοχή του αυτού γεγονότος, με αποτέλεσμα ο ερωτικός σύντροφος, στο πρόσωπο του οποίου συνέβη η απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου και ως εκ τούτου στην εμφάνιση του είχε στηριχθεί η ελπίδα για την είσοδο στην ατελεύτητη ερωτική πατρίδα, όπου ο ίμερος δεν ησυχάζει ποτέ και αναλίσκεται άσωτα σε ένα πασίχαρο κυνηγητό, να μεταβάλλεται σε καταστροφέα του ειδωλικού κόσμο που γύρω του είχε δημιουργηθεί από το εραστή/ερωμένη.
Μάλιστα η αναφορά των ερωτικών δυνατοτήτων σε ορισμένο πρόσωπο συνδυασμένη με την αξίωση της ατομικής κατοχής του προσώπου και αμαυρωμένη από το κύρος και το χρίσμα της κοινωνικής νομοτυπίας οδηγούν στην παγίωση ενός πάγιου ερωτικού καθεστώτος και καθιδρύουν την ερωτική συντέλεια.
Αυτή την ανευθεντικότητα του έρωτα της σημερινής εποχής την βλέπουμε να πραγματώνεται επι παραδείγματι στην γνωστή ατάκα από τον «Αλχημιστή» [8] του Πάουλο Κοέλο : «Αγάπη είναι να την κοιτάς στα μάτια, να λες “σ’ αγαπώ” και όλος ο κόσμος να φαντάζει μοναδικός μόνο κοιτώντας την».
ΠΗΓΗ: Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (15/12/2008, Ελλάς)
Αρχικώς θα υπενθυμίσουμε ότι αφενός το ισχυρότερο όπλο του ανθρώπου, η σημαντικότερη δυνατότητα, που του δόθηκε στον αγώνα του να προσεγγίσει του "Είναι" (όντως ύπαρξη), την τελειότητα & το όλον, είναι ο Έρως : Άλλωστε όπως λέγει ο Σωκράτης του «Συμποσίου, 192.e.10 – 193.a.1» : «Του ολοκλήρου η επιθυμία και η ορμή έχει το όνομα έρως – τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα»!. Αφετέρου ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου». Άλλωστε «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην» έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. Νο.8).
Ο αυθεντικός έρωτας, δηλ., προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης.
Το ίδιο όμως και ο ίμερος, η αντιφατική σύσταση της ερωτικής ορμής, χαρακτηρίζεται από δύο συστατικές αρχές : την ηδονή και τη οδύνη ως στέρηση & κορεσμός μαζί, λαχτάρα και αποστροφή μαζί, δάκρυ και γέλωτας μαζί – «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο![1]
Μάλιστα η Σαπφώ – η αιολική ποιήτρια που ο ερωτικός της άθλος ταυτίζεται με τα έργα του Ηρακλή - είχε εφεύρει νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του “πόθου” και του “πόνου”. Όλη η ποίηση της Σαπφώς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.[2]
Κατά αυτή την έννοια η ουσία του Ίμερου είναι ο «πόθος» ως αμφίσημο έρεισμα του «πάθους». Από το «ποθώ» που αντιστοιχεί στο «έχειν και μη έχειν» (που ως άλλο σωκρατικό «Ἐν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» καταδεικνύει την γνώση της απουσίας και την άγνοια της παρουσίας, ή την παρουσία της άγνοιας και την απουσία της γνώσης.) και στο «πάσχω» που δηλοί το Ηρακλείτειο «εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν – είμεθα και δεν είμεθα» (που καταδεικνύει την οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου : είμαστε της στιγμής : μια αείροη παρουσία – απουσία.). Μάλιστα ο ίμερος στον Όμηρο, στην Ιλιάδα ραψωδία Ψ’ σ. 14, είναι γείτονας του θρήνου : «και μεταξύ τους η Θέτις τον ίμερο του γόου όρθωσε – μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε».
Ως εκ τούτων μόνο ο ερωτικός δεσμός που πληρούται από την οδύνη (σαν) του θανάτου είναι γνήσιος, μιας και μόνο τότε η ερωτική πλησμονή είναι ευγένεια της πενίας και αρχέγονη στέρηση απέναντι στο τέλειο και στο απόλυτο, στις αρχετυπικές καταβολές του όντος. Με άλλα λόγια μόνο ο ερωτικός δεσμός που στο σμίξιμο έχει την ένταση και την ποιότητα που μετριέται και βρίσκεται ισόμετρη προς την ένταση και τη σκληρότητα του θανάτου! Άλλωστε η ταύτιση του έρωτα και του θανάτου, κατά το ηρακλείτειο «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος», πρακτικά σημαίνει ότι η ερωτική ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο. Ένα είδος πόνου ζωντανού, που δεν γαυριά, αλλά ούτε πραΰνεται ούτε μετριάζεται ούτε τελειώνει [3].
****εξ ου και η συνηθισμένη μορφή του έρωτα της υπερ-πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ολονυκτία καρικών γυναικών & σκηνοπηγία πτωμάτων : αναυθεντικός.
Όμως ο σημερινός άνθρωπος έχει διασπάσει τον Έρωτα στα συστατικά του μόρια και έχει οδηγηθεί σε απώλεια της εποπτείας του όλου. Έχει διασπαστεί η δυαρχική ενότητα του ίμερου και οι δύο συστατικές αρχές, η ηδονή και η οδύνη, αποκόπηκαν η μία από την άλλη. Ο κίβδηλος ερωτικός τρόπος του σημερινού ανθρώπου αποτελεί τον κανόνα της ανθρώπινης ζωής του. Την άμεση θέαση της ερωτικής ιδέας την εμποδίζει πλέον ένας οντολογικός ογκόλιθος : ο άνθρωπος ξέχασε ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου».
Η ερωτική μονομέρεια του σημερινού ανθρώπου διαστρέφει το ήθος του φυσικού ίμερου κατά την έννοια ότι απολυτοποιεί ερωτικά το πάθος (το Είναι ερωτικά) μηδενίζοντας τον πόνο/οδύνη (το Μη-Είναι ερωτικά). Η υπερτροφία της ερωτικής παρουσίας συντελείτε σε βάρος της ερωτικής απουσίας και ως εκ τούτου ο άνθρωπος πλημμελεί διπλό πλημμέλημα. Προς χάρη του θετικού δεν αγνοεί απλώς το αρνητικό, αλλά και το καταπολεμά. Αυτή την επί του οντολογικού πεδίου κακοπραγμοσύνη εκφράζει η τάση των σημερινών ανθρώπων να επιζητούν ασίγαστα την ηδονή και σταθερά να αποφεύγει την οδύνη.[4]
Η ερωτική μονομέρεια εμφανίστηκε από την στιγμή που ο άνθρωπος απομόνωσε τον ηδονικό στρόβιλο, αυτή την «γλυκερή τέρψη», απολυτοποίησε την σημασία της και την κατάστησε νομοθετική πηγή της ερωτικής του πρόθεσης. Η εμφάνιση του βιβλικού Αυνάν ήταν γεγονός. Η ανακάλυψη του, πολύ χειρότερη από την χειρότερη εφεύρεση, άνοιξε τον δρόμο, που οδηγεί στα έσχατα του ανθρώπου. Ο ελληνικός κόσμος, περισσότερο φυσικός από τον ιουδαϊκό, στην ερωτική μονομέρεια είδε την κακή θέα της ερωτικής θεάς. Ο διχασμός του ερωτικού όλου και η εκλογή μόνο του ευνοϊκού μέρους υπήρξε γεγονός απλό με συνέπειες όμως πολύπλοκες. Εν ολίγοις από οντολογικής απόψεως σημαίνει την άρνηση της ακεραιότητας και την κατάφαση της αναπηρίας του Κόσμου, την εκτροπή δηλ. του ερωτικού προσανατολισμού του ανθρώπου σε αφύσικο πρότυπο. Με την πράξη του Αυνάν διασπάστηκε η δυαρχική ενότητα των δύο συστατικών αρχών του ίμερου, η ηδονή και η οδύνη. Ο σκοπός των ερωτικών έργων συμπιέστηκε στην άγονη κάρπωση της ηδονής. Η Μονόπλευρη θήρευση της εβίασε την φυσική κλίμακα του ερωτικού γεγονός και κατάργησε την σοφή οικονομία της αρχιτεκτονικής της.[5]
Κατά την έννοια, βέβαια, ότι πίσω από τον ηδονικό στρόβιλο κρύβεται η πανούργος οικονομία τη Φύσης, που μαυλίζει τα πλάσματα, να διαιωνίζουν τη ζωή!.
Το δεύτερο παράπτωμα είναι απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου.
Εδώ το αγαπημένο πρόσωπο γίνεται η πηγή της χαράς των ανθρώπων και της ουσίας των πραγμάτων. Έτσι ο ερωτικός δεσμός αποκτά ιδιοτελή χαρακτήρα, εξ αιτίας της ροπής των εραστών να συσσωρεύουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου ολόκληρο το νόημα του κόσμου.[6]
Κατά την απολυτοποίηση το ερωτικό αντικείμενο δεν είναι πια μέρος του κόσμου στα μάτια του/της εραστή/ερωμένης του, αλλά το κέντρο περιφοράς του κόσμου. Το αγαπημένο πρόσωπο δεν εμψυχώνεται, ούτε διατρέφεται από τον πλούτο του ευρύτερου κοσμικού περιέχοντος, αλλά αντίθετα εξαναγκάζεται να μεταβληθεί, από τον ερωτικό σύντροφο και για χάρη του, σε πηγή τροφοδοσίας και ανανέωσης του κόσμου, σε ένα είδος μεταλλείου κοσμικής δημιουργίας. Στον ερωτικό σύντροφο συντελείται το γεγονός μιας οντολογικής ανατροπής, η οποία ορίζει να νοηματοδοτείται το άπειρο από το περατωτικό. Η προσωπάγεια της ερωτικής διάθεσης οδηγεί αναπότρεπτα στο φυσικό αδύνατο.[7]
Έτσι όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, το αποτέλεσμα του ανευθεντικού αυτού έρωτα είναι η μη αποδοχή του αυτού γεγονότος, με αποτέλεσμα ο ερωτικός σύντροφος, στο πρόσωπο του οποίου συνέβη η απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου και ως εκ τούτου στην εμφάνιση του είχε στηριχθεί η ελπίδα για την είσοδο στην ατελεύτητη ερωτική πατρίδα, όπου ο ίμερος δεν ησυχάζει ποτέ και αναλίσκεται άσωτα σε ένα πασίχαρο κυνηγητό, να μεταβάλλεται σε καταστροφέα του ειδωλικού κόσμο που γύρω του είχε δημιουργηθεί από το εραστή/ερωμένη.
Μάλιστα η αναφορά των ερωτικών δυνατοτήτων σε ορισμένο πρόσωπο συνδυασμένη με την αξίωση της ατομικής κατοχής του προσώπου και αμαυρωμένη από το κύρος και το χρίσμα της κοινωνικής νομοτυπίας οδηγούν στην παγίωση ενός πάγιου ερωτικού καθεστώτος και καθιδρύουν την ερωτική συντέλεια.
Αυτή την ανευθεντικότητα του έρωτα της σημερινής εποχής την βλέπουμε να πραγματώνεται επι παραδείγματι στην γνωστή ατάκα από τον «Αλχημιστή» [8] του Πάουλο Κοέλο : «Αγάπη είναι να την κοιτάς στα μάτια, να λες “σ’ αγαπώ” και όλος ο κόσμος να φαντάζει μοναδικός μόνο κοιτώντας την».
ΠΗΓΗ: Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (15/12/2008, Ελλάς)
[1] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 190.
[2] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 217
[3] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 201 & 351 – σχόλιο 212,12 – 26 & σχόλιο 213,22.
[4] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 213.
[5] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 213 – 214.
[6] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 211.
[7] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 211.
[8] Ένα βιβλίο που το έχουν διαβάσει εκατομμύρια άνθρωποι, και όμως σχεδόν ουδείς αναγνωρίζει το ανόητο του πράγματος!
[6] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 211.
[7] Βλ. και Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 211.
[8] Ένα βιβλίο που το έχουν διαβάσει εκατομμύρια άνθρωποι, και όμως σχεδόν ουδείς αναγνωρίζει το ανόητο του πράγματος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου