«Γεννήθηκε μιὰ ὥρα ἀρχήτερα ἀπ’ τὸ διάολο»,
ἐπὶ τῶν λίαν εὐφυῶν
«Βάρεσε δὠδεκα ἡ ὥρα»,
ἤτοι ἀπωλέσθη ἡ εὐκαιρία .
«Ὅποιος μ’ αγαπάη μὲ κάνει καὶ κλαίω κι’ ὅποιος μὲ μισάει μὲ κάνει καὶ γελάω».
Παροιμία συμβουλευτική.
Ἀγάπη.
«Ἀγάπη χωρίς νάζια δὲν ἔχει νοστιμάδα».
Παροιμία ἔρωτος.
Ἀγκαστρωμένη.
«Μούδιασε ξεμούδιασε σύρε στὴν ἀγκαστρωμένη, πὤχει ασειά καὶ κάθεται καὶ στρῶμα καὶ κοιμᾶται».
Παροιμιώδης φράσις τὴν ὁποία λέγει τις ὅταν μου δείξῃ τὸ πόδι του.
«Κάθε μέρα τ’ Ἁγιαννιοῦ θἄχουμε;».
Πρὸς τοὺς ἀπαιτοῦντας καθ’ ἑκάστην τὰ αὐτὰ πράγματα.
Ἁγία Τριὰς.
«Εἶσαι γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα».
Πρὸς τοὺς λέγοντας ἀνοησίες καὶ πρὸς τοὺς ἐλαφρούς τὸν νοῦν, διότι εἰς τὴν μονήν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔξωθι τῆς Πρεβέζης ὑπάρχει σωφρονιστήριον.
Ἀγγούρι.
«Ἀγγούρια παξηνά.
Ἀπάντησις πρὸς ἐκείνους ὧν οἱ λόγοι δὲν δηλοῦσι τίποτε.
Ἀξίζω.
«Ἀξίζει βενέτικα».
Πρὸς ὅ,τι ἔχει μεγάλην ἀξίαν. Τὸ βενέτικα τίθεται κατὰ παράλειψιν τοῦ νομίσματος.
Ἄνθρωπος.
«Πάρε ἄνθρωπο ἀπ’ ἀνθρώπους καὶ σκυλί ἀπὸ κοπάδι· ὁ ἄνθρωπος νὰ σὲ τιμήσῃ καὶ τὸ σκυλί νὰ σ’ ἀλυχτίσῃ».
Παροιμία παραινετική πρὸς τοὺς παραβλέποντας τὰ ηθικά προτερήματα καὶ προσκειμένους τῷ πλούτῳ.
Ἄνεμος.
«Ἄϊ κατ’ ἀνέμου».
Παροιμιώδης κατάρα.
«Ἀνεμομαζώματα διαολοσκορπίσματα»,
Ἐπὶ τῶν αισχρῶν καὶ ἀδίκων κερδῶν.
Ἀλωνάρης.
«Τ' ἀλωναριοῦ τὰ κάματα, τ’ Αὐγούστου τὰ λιοπύρια».
Φράσις παροιμιώδης.
Ἀρνί.
«Μὲ τ’ ἀρνιά κουρεύεσαι μὲ τὰ κατσίκια παίζεις».
Ἐπὶ τῶν ἐκτρεπομένων εἰς πράξεις παιδαριώδεις καὶ εὐτελείς, κατωτέρας τῆς θέσεώς των.
«Ἀπὸ τέτοια κολοκυθιά οὔτε κολοκυθόσπορο»
Ἄστρα.
«Νὰ ῥίξω σ’ τ’ ἄστρα;».
Παροιμία εἰλημμένη ἐκ τῆς μαντικῆς πρὸς τοὺς ἀπαιτοῦντας νὰ μάθωσιν ἀδύντα ἤ πρὸς τοὺς ἀπαιτοῦντας ἀπό τὸν ἄλλον νὰ ἀπαντήσῃ περὶ τινος μέλλοντος να συμβῇ.
Ἀπίδι.
«Γιὰ δοκίμασε νὰ δοῦμε πόσ’ ἀπίδια παίρν’ ὁ σάκκος σου;».
Πρὸς τοὺς προκλητικούς!
Αὐγό.
«Ὄχι αὐγό, αυγοζούμι».
Πρὸς τοὺς λέγοντας τὸ αὐτό πρᾶγμα διὰ δύο διαφόρων εκφράσεων.
Αὔγουστος.
«Ὁ Αὔγουστος θερίζει κι’ ὁ Τρυγητής τρυγάει».
Παροιμιώδης φράσις.
Ἀφήνω.
«Ν’ αφήσωμε τὸ γάμο, νὰ πᾶμε γιὰ παλιούρια».
(παρὰ Γ. Ζηκίδῃ1 γιὰ πουρνάρια)
Ἀχούρι.
«Κλαῖνε τ’ ἀχούρια γι’ ἄλογα κ’ οἱ ὀντάδες γι’ ἀφεντάδες».
Ὅταν ὑπάρχῃ ἕλλειψις καταλλήλων προσώπων πρὸς διοίκησιν εἴτε μεγάλου οἴκου εἴτε ἐν γένει ἰδιωτικῆς φύσεως πραγμάτων.
Ἀήρ.
«Κοπανάει ἀέρα στὸ ταβάνι».
Πρὸς τοὺς ἐπὶ ματαίῳ ἐπιδιώκοντάς τι.
«Βρῆκε το μαλλιόσκυλό του»,
ἡ αὐτή πρὸς τὴν: «βρῆκε τὸ δάσκαλό του».
Βασιλικός.
«Ἐχθρός βασιλικός».
Ὁ εχθρικώτατα διακείμενος πρὸς τινα.
«Ἐχθροὶ βασιλικοὶ».
Οἱ ἐχθρικώτατοι διακείμενοι πρὸς ἀλλήλους.
1. Νεοελληνικά Ἀνάλεκτα, περιοδικό τοῦ ἐν Κ/λει Ἑλληνικοῦ Φιλλογικοῦ Συλλόγου, τ. ΙΗ΄, ἀρ. παρ. 14 (σ. 179 – 194).
Βλάχος.
«Ὅλο τὸ κόσμο ἔκαμε ὁ Θεός ἀπὸ νερό κι’ ἀπὸ χῶμα καὶ τοὺς Βλάχους ἀπὸ σκατό κι’ ἀπὸ βρῶμα».
Πρὸς ἐξήγησιν τοῦ χαρακτῆρός των.
«Βλάχε μ’ πότε ἔρχεσαι; Ἄν δὲν ἔρθω τ’ ἅϊ Μηνᾶ, τ’ ἅϊ Φιλίππου εἶμ’ αὐτοῦ».
Πρὸς δήλωσιν τοῦ χρόνου καθ’ οὖ κατέρχονται ἐκ τῶν ὀρέων.
Βλέπω.
«Ὅταν σὲ βλέπω καλέ μου σὲ θυμοῦμαι».
Πρὸς τοὺς μὴ ἐκτελοῦντας ὑπόσχεσιν τινά.
Γάϊδαρος.
«Πέταξε ο γάϊδαρος; Πέταξε».
Πρὸς τοὺς εὐήθεις.
«Ἕνας γάϊδαρος εἶνε στὸν κόσμο».
Πρὸς τοὺς ὁμιλοῦντας περὶ πραγμάτων ὥς μοναδικῶν ἐνᾧ ὑπάρχουσι πολλά ὅμοια αὐτῶν.
«Ξεραγκερό γομάρι, ξεπατωμός στ’ ἄχυρο».
Πρὸς τοὺς ἰσχνούς καὶ τρώγοντας πολύ.
Γειτόνισσα.
«Χορεύουμε κυρὰ γειτόνισσα, στα νύχια στέκω».
Πρὸς ἐκείνους οἵτινες ζητοῦσι τὴν παραμικρή εὐκαρίαν πρὸς ἐκδήλωσιν τῶν ὀρέξεών των.
Γάμος.
«Κάπου γάμος γίνεται κάπου βιολιά ἀκοόνται».
Πρὸς ἐκείνους οἵτινες περισῶσι τὴν διάνοιάν των περὶ μηδαμινά πράγματα ενᾧ ἄλλα σπουδιαότερα περιστοιχίζουν αὐτούς.
«Κάπου γάμος γίνεται κάπου πανηγῦρι».
Γέρων.
«Ὁ γέρος καὶ τὸ μικρό παιδί δὲν ἔχουν ξεσυναίρεσι».
Τῆς παροιμίας ταύτης ἡ ἔννοια εἶνε καταφανής.
«Ἀπὸ τὸ γέρο καὶ τὸ μικρό παιδί θὰ πάρῃς τὴν ἀλήθεια».
Πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι εὐκόλως ἀπατῶνται.
«Τοῦ γέροντα ἡ πορδή βρωμάει, ἡ συμβουλή του μοσκοβολάει».
Ἡ ἔννοια καταφαίνεται ἐξ αὐτῆς τῆς παροιμίας.
«Δὲ θὰ πάῃ ὁ διάολος γιὰ τσάκνα;»,
δηλαδὴ κάποτε θὰ εὕρω τὴν κατάλληλον εὐκαρίαν.
«Δανκὰ٭P κι’ ἀγύργα».
P٭ δανεικὰ.
«Δὲ δίνει οὔτε τὴ τσίμπλα του»,
ἐπὶ τοῦ λίαν φιλάργυρου
«Ἔχει καρκίνο τῆς τσέπης»,
= εἶναι ἀπένταρος
«Ἔχεις γρόσα, ἔχεις γλῶσσα».
Γιῶτα.
«Τἄκαμε γιῶτα Παναγιώτα».
Ἡ ἀπάντησις εἰς εἰς τον λέγοντα τὴν παροιμίαν ταύτην ὑπό μὴ ἐνδιαφερομένου εἶνε: τὶ σὲ γνοιάζει, λίγο μέλι στὸ μπουκάλι.
Γιάννης.
«Πότ’ ὁ Γιάννης δὲν μπορεῖ, πότ’ ο κῶλος τὸν πονεῖ».
Πρὸς τοὺς ὀκνηρούς και πᾶσαν πρόφασιν εὑρισκόντων πρὸς ἀποφυγήν ἐργασίας.
Γλῶσσα.
«Δάμασε τὴ γλῶσσα σου».
Παροιμιώδης κατάρα πρὸς τοὺς λέγοντάς τι ἀπευκταίον.
«Μάλλιασε ἡ γλῶσσα μου».
Πρὸς τὸν μὴν ὑπακούοντα παρὰ τὰς διαρκείς συμβουλάς.
Γνώμη.
«Ὅλο τὸ κόσμο ῥώτα κι’ ἀπ’ τὴ γνώμη σου μὴ βγαίνεις».
Ἡ ἔννοια τῆς παροιμίας ταύτης εἶνε καταφανής.
Γνῶση.
«Ὑστερνὴ μου γνῶσι νὰ σ’εἶχα πρῶτα».
Πρὸς τοὺς διδασκομένους ἐκ τῆς ἀποτυχίας πράξεώς τους.
Γκρίνια.
«Ἡ γκρίνια φέρνει ἤ φτώχεια ἤ θάνατο».
Πρὸς τοὺς διχονοοῦντες ἀδελφούς ἤ οἰκείους συμβουλευτικώς.
ΠΗΓΗ: http://cultureportalweb.uoi.gr/cultureportalweb/viewitems.php?topic_id=96&level=&belongs=&area_id=39&lang=gr
ἐπὶ τῶν λίαν εὐφυῶν
«Βάρεσε δὠδεκα ἡ ὥρα»,
ἤτοι ἀπωλέσθη ἡ εὐκαιρία .
«Ὅποιος μ’ αγαπάη μὲ κάνει καὶ κλαίω κι’ ὅποιος μὲ μισάει μὲ κάνει καὶ γελάω».
Παροιμία συμβουλευτική.
Ἀγάπη.
«Ἀγάπη χωρίς νάζια δὲν ἔχει νοστιμάδα».
Παροιμία ἔρωτος.
Ἀγκαστρωμένη.
«Μούδιασε ξεμούδιασε σύρε στὴν ἀγκαστρωμένη, πὤχει ασειά καὶ κάθεται καὶ στρῶμα καὶ κοιμᾶται».
Παροιμιώδης φράσις τὴν ὁποία λέγει τις ὅταν μου δείξῃ τὸ πόδι του.
«Κάθε μέρα τ’ Ἁγιαννιοῦ θἄχουμε;».
Πρὸς τοὺς ἀπαιτοῦντας καθ’ ἑκάστην τὰ αὐτὰ πράγματα.
Ἁγία Τριὰς.
«Εἶσαι γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα».
Πρὸς τοὺς λέγοντας ἀνοησίες καὶ πρὸς τοὺς ἐλαφρούς τὸν νοῦν, διότι εἰς τὴν μονήν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔξωθι τῆς Πρεβέζης ὑπάρχει σωφρονιστήριον.
Ἀγγούρι.
«Ἀγγούρια παξηνά.
Ἀπάντησις πρὸς ἐκείνους ὧν οἱ λόγοι δὲν δηλοῦσι τίποτε.
Ἀξίζω.
«Ἀξίζει βενέτικα».
Πρὸς ὅ,τι ἔχει μεγάλην ἀξίαν. Τὸ βενέτικα τίθεται κατὰ παράλειψιν τοῦ νομίσματος.
Ἄνθρωπος.
«Πάρε ἄνθρωπο ἀπ’ ἀνθρώπους καὶ σκυλί ἀπὸ κοπάδι· ὁ ἄνθρωπος νὰ σὲ τιμήσῃ καὶ τὸ σκυλί νὰ σ’ ἀλυχτίσῃ».
Παροιμία παραινετική πρὸς τοὺς παραβλέποντας τὰ ηθικά προτερήματα καὶ προσκειμένους τῷ πλούτῳ.
Ἄνεμος.
«Ἄϊ κατ’ ἀνέμου».
Παροιμιώδης κατάρα.
«Ἀνεμομαζώματα διαολοσκορπίσματα»,
Ἐπὶ τῶν αισχρῶν καὶ ἀδίκων κερδῶν.
Ἀλωνάρης.
«Τ' ἀλωναριοῦ τὰ κάματα, τ’ Αὐγούστου τὰ λιοπύρια».
Φράσις παροιμιώδης.
Ἀρνί.
«Μὲ τ’ ἀρνιά κουρεύεσαι μὲ τὰ κατσίκια παίζεις».
Ἐπὶ τῶν ἐκτρεπομένων εἰς πράξεις παιδαριώδεις καὶ εὐτελείς, κατωτέρας τῆς θέσεώς των.
«Ἀπὸ τέτοια κολοκυθιά οὔτε κολοκυθόσπορο»
Ἄστρα.
«Νὰ ῥίξω σ’ τ’ ἄστρα;».
Παροιμία εἰλημμένη ἐκ τῆς μαντικῆς πρὸς τοὺς ἀπαιτοῦντας νὰ μάθωσιν ἀδύντα ἤ πρὸς τοὺς ἀπαιτοῦντας ἀπό τὸν ἄλλον νὰ ἀπαντήσῃ περὶ τινος μέλλοντος να συμβῇ.
Ἀπίδι.
«Γιὰ δοκίμασε νὰ δοῦμε πόσ’ ἀπίδια παίρν’ ὁ σάκκος σου;».
Πρὸς τοὺς προκλητικούς!
Αὐγό.
«Ὄχι αὐγό, αυγοζούμι».
Πρὸς τοὺς λέγοντας τὸ αὐτό πρᾶγμα διὰ δύο διαφόρων εκφράσεων.
Αὔγουστος.
«Ὁ Αὔγουστος θερίζει κι’ ὁ Τρυγητής τρυγάει».
Παροιμιώδης φράσις.
Ἀφήνω.
«Ν’ αφήσωμε τὸ γάμο, νὰ πᾶμε γιὰ παλιούρια».
(παρὰ Γ. Ζηκίδῃ1 γιὰ πουρνάρια)
Ἀχούρι.
«Κλαῖνε τ’ ἀχούρια γι’ ἄλογα κ’ οἱ ὀντάδες γι’ ἀφεντάδες».
Ὅταν ὑπάρχῃ ἕλλειψις καταλλήλων προσώπων πρὸς διοίκησιν εἴτε μεγάλου οἴκου εἴτε ἐν γένει ἰδιωτικῆς φύσεως πραγμάτων.
Ἀήρ.
«Κοπανάει ἀέρα στὸ ταβάνι».
Πρὸς τοὺς ἐπὶ ματαίῳ ἐπιδιώκοντάς τι.
«Βρῆκε το μαλλιόσκυλό του»,
ἡ αὐτή πρὸς τὴν: «βρῆκε τὸ δάσκαλό του».
Βασιλικός.
«Ἐχθρός βασιλικός».
Ὁ εχθρικώτατα διακείμενος πρὸς τινα.
«Ἐχθροὶ βασιλικοὶ».
Οἱ ἐχθρικώτατοι διακείμενοι πρὸς ἀλλήλους.
1. Νεοελληνικά Ἀνάλεκτα, περιοδικό τοῦ ἐν Κ/λει Ἑλληνικοῦ Φιλλογικοῦ Συλλόγου, τ. ΙΗ΄, ἀρ. παρ. 14 (σ. 179 – 194).
Βλάχος.
«Ὅλο τὸ κόσμο ἔκαμε ὁ Θεός ἀπὸ νερό κι’ ἀπὸ χῶμα καὶ τοὺς Βλάχους ἀπὸ σκατό κι’ ἀπὸ βρῶμα».
Πρὸς ἐξήγησιν τοῦ χαρακτῆρός των.
«Βλάχε μ’ πότε ἔρχεσαι; Ἄν δὲν ἔρθω τ’ ἅϊ Μηνᾶ, τ’ ἅϊ Φιλίππου εἶμ’ αὐτοῦ».
Πρὸς δήλωσιν τοῦ χρόνου καθ’ οὖ κατέρχονται ἐκ τῶν ὀρέων.
Βλέπω.
«Ὅταν σὲ βλέπω καλέ μου σὲ θυμοῦμαι».
Πρὸς τοὺς μὴ ἐκτελοῦντας ὑπόσχεσιν τινά.
Γάϊδαρος.
«Πέταξε ο γάϊδαρος; Πέταξε».
Πρὸς τοὺς εὐήθεις.
«Ἕνας γάϊδαρος εἶνε στὸν κόσμο».
Πρὸς τοὺς ὁμιλοῦντας περὶ πραγμάτων ὥς μοναδικῶν ἐνᾧ ὑπάρχουσι πολλά ὅμοια αὐτῶν.
«Ξεραγκερό γομάρι, ξεπατωμός στ’ ἄχυρο».
Πρὸς τοὺς ἰσχνούς καὶ τρώγοντας πολύ.
Γειτόνισσα.
«Χορεύουμε κυρὰ γειτόνισσα, στα νύχια στέκω».
Πρὸς ἐκείνους οἵτινες ζητοῦσι τὴν παραμικρή εὐκαρίαν πρὸς ἐκδήλωσιν τῶν ὀρέξεών των.
Γάμος.
«Κάπου γάμος γίνεται κάπου βιολιά ἀκοόνται».
Πρὸς ἐκείνους οἵτινες περισῶσι τὴν διάνοιάν των περὶ μηδαμινά πράγματα ενᾧ ἄλλα σπουδιαότερα περιστοιχίζουν αὐτούς.
«Κάπου γάμος γίνεται κάπου πανηγῦρι».
Γέρων.
«Ὁ γέρος καὶ τὸ μικρό παιδί δὲν ἔχουν ξεσυναίρεσι».
Τῆς παροιμίας ταύτης ἡ ἔννοια εἶνε καταφανής.
«Ἀπὸ τὸ γέρο καὶ τὸ μικρό παιδί θὰ πάρῃς τὴν ἀλήθεια».
Πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι εὐκόλως ἀπατῶνται.
«Τοῦ γέροντα ἡ πορδή βρωμάει, ἡ συμβουλή του μοσκοβολάει».
Ἡ ἔννοια καταφαίνεται ἐξ αὐτῆς τῆς παροιμίας.
«Δὲ θὰ πάῃ ὁ διάολος γιὰ τσάκνα;»,
δηλαδὴ κάποτε θὰ εὕρω τὴν κατάλληλον εὐκαρίαν.
«Δανκὰ٭P κι’ ἀγύργα».
P٭ δανεικὰ.
«Δὲ δίνει οὔτε τὴ τσίμπλα του»,
ἐπὶ τοῦ λίαν φιλάργυρου
«Ἔχει καρκίνο τῆς τσέπης»,
= εἶναι ἀπένταρος
«Ἔχεις γρόσα, ἔχεις γλῶσσα».
Γιῶτα.
«Τἄκαμε γιῶτα Παναγιώτα».
Ἡ ἀπάντησις εἰς εἰς τον λέγοντα τὴν παροιμίαν ταύτην ὑπό μὴ ἐνδιαφερομένου εἶνε: τὶ σὲ γνοιάζει, λίγο μέλι στὸ μπουκάλι.
Γιάννης.
«Πότ’ ὁ Γιάννης δὲν μπορεῖ, πότ’ ο κῶλος τὸν πονεῖ».
Πρὸς τοὺς ὀκνηρούς και πᾶσαν πρόφασιν εὑρισκόντων πρὸς ἀποφυγήν ἐργασίας.
Γλῶσσα.
«Δάμασε τὴ γλῶσσα σου».
Παροιμιώδης κατάρα πρὸς τοὺς λέγοντάς τι ἀπευκταίον.
«Μάλλιασε ἡ γλῶσσα μου».
Πρὸς τὸν μὴν ὑπακούοντα παρὰ τὰς διαρκείς συμβουλάς.
Γνώμη.
«Ὅλο τὸ κόσμο ῥώτα κι’ ἀπ’ τὴ γνώμη σου μὴ βγαίνεις».
Ἡ ἔννοια τῆς παροιμίας ταύτης εἶνε καταφανής.
Γνῶση.
«Ὑστερνὴ μου γνῶσι νὰ σ’εἶχα πρῶτα».
Πρὸς τοὺς διδασκομένους ἐκ τῆς ἀποτυχίας πράξεώς τους.
Γκρίνια.
«Ἡ γκρίνια φέρνει ἤ φτώχεια ἤ θάνατο».
Πρὸς τοὺς διχονοοῦντες ἀδελφούς ἤ οἰκείους συμβουλευτικώς.
ΠΗΓΗ: http://cultureportalweb.uoi.gr/cultureportalweb/viewitems.php?topic_id=96&level=&belongs=&area_id=39&lang=gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου