Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη με τίτλο
«Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε»
πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1967 στην Πάργα Πρεβέζης. Σημειώνει
σχετικά ο συγγραφέας:
«…Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος […] Αλέξανδρος Μπάγκας,
Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια,
στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου «Καρύδη».
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος.
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα.
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο.
Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…»
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος.
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα.
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο.
Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…»
(Απόσπασμα από το σημείωμα του Άλκη Αλκαίου που διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας στην Αθήνα)
*
Ψηφιακή μεταγραφή ειδικά για το «Ποιείν»: Στρ. Μάστρας
Ευχαριστώ τον Σπ. Αραβανή για την παρακίνηση.
Στ. Μ. , Μάιος 2012
Στ. Μ. , Μάιος 2012
*********
Η ΔΙΑΛΕΞΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά όταν συναντώ μια προσπάθεια — όποια
προσπάθεια, — που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα κι ακόμη μια ιδιαίτερη
αδυναμία και εσωτερική επιταγή να την υποβοηθώ. Πολύ περισσότερο όταν
πρόκειται για ένα πνευματικό ξεκίνημα, τόσο ελπιδοφόρο και πολλά
υποσχόμενο, όπως αυτό του κ. Ευάγγ. Λιάρου.
Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και
μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις
22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη,
καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί,
αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί
πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη
ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή.
Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ.
Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική
πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική
και απέραντα πλατειά και μεγάλη.
Πάργα 3 - 2 - 1967
Αλέξ. Δ. Μπάγκας
Δήμαρχος Πάργας
Δήμαρχος Πάργας
********
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ Λογοτεχνική μας παράδοση και την ίδια τη σύγχρονη,
δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται μορφές του ποιητικού λόγου, που κάθε
μια, με το δικό της τρόπο, επιτηδευμένο κι ανεπιτήδευτο, βάζει το λιθάρι
της Νεοελληνικής ποιητικής ανοικοδόμησης. Κι όσο πλησιάζουμε προς τις
μέρες μας, αν ρίξουμε έστω και μια φευγάτη ματιά στη σειρά των ποιητών
και τη χρονολογική τοποθέτησή τους στη γραμματεία μας, θα σταματήσουμε,
σχεδόν χωρίς καθόλου να το επιθυμούμε, στην πιο απελπισμένη ποιητική
ψυχή του 20ου αιώνα, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, που καθιερώθηκε πια, και
θα μείνει άσβεστη, πικρά ειλικρινής κι αληθινά παραδεδεγμένη, απ’ όλους
εκείνους, που όταν κρίνουν τους ποιητές, δεν παύουν να σκέφτονται σαν
ποιητές. Ο Κώστας Καρυωτάκης — τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η
πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η
σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί
το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον
απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει. Κι ο Ουγκώ μάς
πληροφορεί, πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι
καθάρια και πειστική. Και πρόθεσή μας δεν είναι να στολίσουμε τη φωνή
του, αφού αυτόχρημα έχει πια διαμορφωθεί. Μόνο που, από ευγενικά
αισθήματα και νεανική επιθυμία, και το σπουδαιότερο από προθέσεις
πνευματικής και ανθρώπινης κατανόησης, φτιαγμένες μαζί, θελήσαμε, αύτη
τη φωνή, στο πέρασμα του χρόνου, να την ξαναδυναμώσουμε, κινώντας την
προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τούς αδιάφορους. Απλή
κατανόηση και προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας ομιλίας, αρκεί για να
μπορέσουμε και σήμερα ακόμα, σαράντα περίπου χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό
του και λίγες εβδομάδες μετά τα αποκαλυπτήρια μιας αναμνηστικής πλάκας,
να φτάσουμε στα συμπεράσματά μας. Παράκλησή μας δεν είναι η αλλαγή
ιδεών, αφού και πάλι, σχεδόν δεν έχουμε τη δύναμη και τα μέσα για να
επανδρώσουμε τα όνειρά μας. Ύστατη ευγενική παράκλησή μας στο εκλεκτό
κοινό, είναι: Η α ν ο χ ή σ’ όσα θα πούμε. Κι η ηλικία του ομιλούντος
είναι τέτοια, που τα λάθη σε μια ποιητική ιδεολογική στάση νάναι
αναπόφευκτη, αναγκαία θα λέγαμε.
Υποστηρίξαμε πως ο Καρυωτάκης με τη μορφή της ζωής και της ποίησής του
επέσυρε δυο ειδών αισθήματα γι’ αυτόν: Την αγάπη και το μίσος. Τα δύο
αυτά αντιθετικά ρεύματα, ο αυθορμητισμός κι η ψυχρότητα, έχουν πολύ
απέχουσες τις πηγές τους. Την πρώτη αναβλύζει η διάθεση της καρδιάς. Τη
δεύτερη ο επικριτικός νους κι ο ασυνείδητος υπερτροφισμός.
Η αγάπη, η αγάπη μας, πρώτα. Το μάτι και το αίσθημα. Η κατανόηση μ’ όσο
ανώμαλο χαρακτήρα κι αν μπλεχτούμε. Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος
Φυσικός. Φτάνεις σε μια ψηλή κορφή και γύρω αγναντεύεις την ψυχή του,
την υπόστασή του, τη «θεωρία» του. Τον αγκαλιάζεις με τη ματιά του· τον
ζωγραφίζεις μ’ αδρές πινελιές, τον παρασταίνεις με μυστικά υπερκόσμια
λόγια». Σύμφωνα με τη δική σου ψυχοσύνθεση, τη δική σου ψυχική κατάσταση
κι ωριμότητα, το δικό σου νόμο. Μα οι θάλασσες κι οι ουρανοί, τα δάση
κι οι ουρανοξύστες δεν γνωρίζονται μόνο με την αποκάλυψη των νόμων που
τους διέπουν. Ο κόσμος αυτός, που επιδρά αναπόφευκτα και μοιραία στο
πλάσιμο του κόσμου του ποιητή, παίρνει κι ενός άλλου τρόπου ξάνοιγμα·
περισσότερο γοητευτικό και ελκυστικό, περισσότερο αγαπητό και σημαντικό.
Κι οι φυσικές εκφάνσεις κυριεύονται με τη συνθετική φαντασία και τη
μαντική δύναμη. Την ταπεινή ενατένιση των περιστάσεων, το ήσυχο
φροντισμένο ψάξιμο, το μυστικό εσωτερικό μόχθο. «Για να ξεδιαλυθεί το σε
πολλά σκοτισμένο ακόμα ζήτημα της ψυχής», έγραψε χαρακτηριστικά ο
Παλαμάς «ανάγκη να δουλέψει παραπλήσια, στο φιλόσοφο, ο φιλόλογος μαζί
με τον ψυχρό εξεταστή των παραμικρών ο αισθηματικός θαυμαστής, μαζί,
τέλος, με τον πεζό αποθησαυριστή λεξιλογίων, ο αιθερόλαμνος ιδεαλιστής».
Το πρώτο είναι δύσκολο, σπάνιο κι επικίνδυνο. Το δεύτερο έχει μιαν
τέλεια σιγουριά, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθαρός καθρέφτης
προσωπικών συναισθηματικών αληθειών. Κι είναι μεγάλη ανάγκη,
περισσότερο από κάθε φορά σήμερα, να λείψουν οι διακυμάνσεις. Για μάς η
ακέραια εικόνα του ποιητή θα βγει από το ζωντανό, πηγαία λυρικό
αντίκρυσμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κι αυτές ακόμα τις απορίες, που
γεννάν ατέλειωτες συζητήσεις και γίνονται αφορμές γι’ ασύμβατες και
φλύαρες αντιλογίες, είμαστε σε θέση να τις σβήσουμε, συμβάλλοντας
ταυτόχρονα στον πλήρη διαφωτισμό μας. Αντίθετα, φτάνοντας ως τα
τελευταία ψιλολογήματα της ζωής και της ρίμας, ο κίνδυνος ν’ αποκλίνουμε
απ’ τον αρχικό σκοπό μας θάναι άμεσος. Το απαθέστατο κρύο ψάξιμο που
αναζωπυρώνει το θορυβώδες δημιουργημένο άλλοθι, για τον ποιητή που μας
απασχολεί, αβίαστα μπορεί να φανεί ανόητα σχολαστικό και μικρόχαρο.
Ερχόμαστε όμως στη δεύτερη περίπτωση: Ο Καρυωτάκης — αλοίμονο — δεν είχε
μόνον ανθρώπους πού τον αγάπησαν και τον πίστεψαν, φτάνοντας έμμεσα
στην δική του τραγική θέση. Είχε κι ανθρώπους που τον επέκριναν. Κι ήταν
— κι είναι — πολλοί εκείνοι που μέχρι χτες ακόμα, διασύρουν και
αποφεύγουν σαν μαύρη, σατανική κι ανήλιαγη σκιά τη μνήμη του. Και δεν
είναι μονάχα εκνευριστική και αφορμή καταγανάκτησης, μα και αφάνταστα
λυπηρό το γεγονός ότι αυτές οι τόσο προσβλητικές και μικροπρεπείς
ενέργειες, γίνονται από υποτιθέμενους ανθρώπους του π ν ε ύ μ α τ ο ς!..
Σκοπός μας δεν είναι να διασύρωμε τους διασύροντες. Ούτε τόλμημα καν.
Ξαναϋπογραμμίζουμε μόνο τούτο: πως στη σκέψη απλώς, πως ο Κώστας
Καρυωτάκης λειτούργησε, σαν ποιητής — φιλόσοφος, το πνεύμα, έχει όλο το
δικαίωμα να τύχει όχι αντανθρώπινης άλλα ανεπιφύλαχτα ευγενικής
συμπάθειας, όπως στη συνέχεια θα δούμε. Γιατί, αν καλοεξετάσουμε στο
βάθος τους τις γνώμες των επικριτών, θα δούμε πως χαρακτηρίζονται από
μια ωμή ηθικοφροσύνη και μετανοημένη πίστη. Στην ουσία, δηλαδή, το θέμα
περιορίζεται ασφυχτικά στον εγκλωβισμένο και αυστηρά συγκροτημένο πυρήνα
της άρνησης της ζωής, ποιητικά και πραχτικά. Εσφαλμένη αντίληψη της
ζωής, κατήφορος, ανανδρία, απαισιοδοξία, θάνατος. Εδώ, σταματήσανε. Ούτε
βήμα πιώ πέρα, ωσάν ν’ ακολουθούσε γκρεμός και διαφθορά, όλεθρος και
παρόμοιος θάνατος. Ο άνθρωπος που απ’ την αρχή κατάλαβε σαν πεπρωμένο το
αδύνατο κάποιου προσανατολισμού και δεν μπορεί να διευθετηθεί στα
λιμνάζοντα κοινωνικά πράγματα, δεν έπεται ότι είναι στερημένος ιχνών
ανθρώπινης δίψας. Γιατί κι ο πόνος είναι μια δίψα, που, είτε η αδιάκοπη
συρροή ατυχιών, είτε το ενστιχτώδες του ρίγους και της φρίκης που μας
κυριεύει με πανουργία, ο πόνος λοιπόν μας αφήνει ερμητικά κλεισμένους
στον εαυτό μας, με θολό βλέμμα, πικραμένους. Αν είμαστε απλοί και
συνηθισμένοι θα ξεδιψάσουμε με τον καιρό. Αν είμαστε μύστες και
δημιουργοί μόνο στο ξέσπασμα το γραφικό θα βρούμε την άκρη και την
ανακούφιση και τη ζωή. Γι’ αυτό αν θέλουμε να κρίνουμε αντικειμενικά,
τότε, θα ιδούμε πως δεν πρέπει πρώτα - πρώτα να μεταλλάξουμε τα
αντικειμενικά, τα ιστορικά, ας πούμε, δεδομένα. Να προσπαθήσουμε να
διασώσουμε και διαλευκάνουμε ολάκερο και ατόφιο τον αποχρωστικό κόσμο
της ψυχής του προσώπου που καταγινόμαστε, και, καλοζυγίζοντας τη ζωή με
τη φύση, την επάρκεια και την ανεπάρκεια — και πάλι — σε αντικειμενικού
κύρους ηθικά, ταξικά και κοινωνικά εφόδια, να δώσουμε μια σχετική λύση,
έναν κάποιο ορισμό του ατόμου. Το ίδιο και στην περίπτωση — την τόσο
κλασσική του Καρυωτάκη. Ας μη φανεί παράξενο, πως δεν είναι λίγοι
εκείνοι από τους τυφλά κανοναρχημένους, που τολμούν και άφοβα μηδενίζουν
τη διπλή υπόσταση του ποιητή μας — ποιητής και άνθρωπος —, ενώ ακόμα
δεν έχουν κατανοήσει παρά μόνο τη ζωή του, κι αυτήν ίσως — ποιος τ’
αποκλείει; — όχι ολοκληρωμένα.
Έχει πολύ δίκιο ένας σύγχρονος Γάλλος σοφός που υποστηρίζει πως τόσο
στην πεζογραφία και το θέατρο, όσο περισσότερο, στην ποιητική τέχνη
είναι κανόνας το περιβάλλον να επιδρά στον καλλιτέχνη, είναι καλό, πρώτα
να τον κρίνουμε από το έργο που μας αφήνει κι ύστερα να ενδιαφερθούμε
για τον κύκλο της ζωής του. Πριν από λίγες μέρες ο Β. Βαρίκας έγραφε στο
«ΒΗΜΑ» τα εξής: «Ο άνθρωπος και το έργο είναι δυο πράγματα εντελώς
διάφορα. Κι η γνώμη μας για το ένα δεν θα πρέπει σε καμμιά περίπτωση να
θολώνει την κρίση μας για το άλλο. Η συνέπεια ιδεών και ανθρώπου, που
τις εκφράζεται, απαραίτητη ίσως στον θρησκευτικό ή τον πολιτικό ηγέτη,
δεν έχει έννοια προκειμένου για τον ποιητή ή τον λογοτέχνη. Ή, όπου
εμφανίζεται, αποτελεί κάτι το συμπτωματικό. Κάτι περισσότερο μάλιστα.
Όταν κανένας γεύεται τον ώριμο καρπό του δέντρου, θα ήταν κωμικό να
προσφεύγει στην ανάλυση εδάφους, που το διέθρεψε. Το ίδιο άχρηστη και
περιττή είναι και η γνώμη της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, προκειμένου
να χαρούμε και να εκτιμήσουμε την προσφορά του».
Για τους συμβατικώτερους όμως, δεν μπορεί, νομίζω, να συμβαίνει το ίδιο.
Πολλές φορές η προσωπική περιπέτεια αναβιβάζεται στην περιωπή της
ανθρώπινης περιπέτειας, της καθολικής υψιπέτειας, είτε γιατί αποτελεί
πηγή διδάγματος δύσκολα καταφρονητού, είτε επειδή γεννάει προβλήματα που
υπερβαίνουν τον μικρόστενο ατομικό χώρο και φτάνουν στη σφαίρα του
πανανθρώπινου. Προσωπική μας γνώμη είναι, πως αυτός ό προβληματισμός,
στον οποίο πολλές φορές δίνεται μια βεβιασμένη και σκοτεινή λύση, ναι
μεν δεν είναι τόσο άρτιος και συγκρατημένος, ενέχει όμως, μαζί με την
αλγεινή διάθεση, συμπύκνωμα γνώσης και πείρας, μαζί με το φόβο τη
διαπίστωση. Άρα, όσο ζοφερότατη κι αν είναι η περίσταση, η αποστροφή που
δείχτηκε και εξακολουθεί παράδοξα να δείχνεται απόνα μεγάλο πλήθος
«μικρών και μεγάλων» είναι οπωσδήποτε α λ ό γ ι σ τ η και α β ά σ ι μ η.
Το πάθος κι ο υποτονισμός, η ρέμβη κι η μελαγχολία ο καυσίγελως κι η
αποσιωπημένη θέληση, είναι και καλλιέργεια εκτός από κατάσταση. Κι’ η
φιλολογική καλλιέργεια και συνέπεια του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι,
νομίζω, αρκετή και ικανή, για να τον κρατήσει τόσο ψηλά, κι ακόμα πιο
ψηλά, απ’ όσο μέχρι σήμερα τον ανέβασε.
A΄
ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ στο έργο του Καρυωτάκη και την αποστολή του, ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τη ζωή του.
Η ζωή ενός ποιητή έχει κάτι το προσωπικό, το ιδιόμορφο και το δικό της.
Το πέρασμα των στιγμών κρύβει μια υποβλητική μαγεία, μια πνοή ζωής, ένα
παρακίνημα στην ονειροπόληση, ένα βήμα στην τελετουργική πράξη. Το
εξωτερικό αισθηματικό ερέθισμα, η θεά Μούσα, άλλοτε ασπροντυμένη και
ανοιξιάτικη κι αισιόδοξη, άλλοτε πνιγμένη στο μαύρο, που κι’ αυτό, λες
κι έχει υπόσταση, απαιτεί να θεωρηθεί σαν μια ανέκλητη προσταγή, που
ταιριάζει στο κλίμα του ιδεατή.
Όλες εκείνες οι λεπτές περισυλλογές, ποτισμένες με το αόριστο και το
βαθύ, άλλοτε χάνονται ή μεταμορφώνονται κ’ άλλοτε με μια ριζική
αναγέννηση του νου και της ψυχής, τείνουν, πάνω στις ίδιες βάσεις
ανανεωμένες, να προσαρμοσθούν στους τύπους μιας ωριμότερης τεχνικής
επιμέλειας και αρμοδιότητας. Κι’ ή αρμοδιότητα αυτή είναι το μέσο που θα
φανερώσει τις πτυχές, την αξία, την προσωπικότητα, το ύφος.
Ο Καρυωτάκης ανήκει στη χορεία εκείνων των θολωμένων ποιητών, που θύματα
της πικρόχολης αναγκαιότητας, ποτέ δεν ξέφυγαν και δεν δυνήθηκαν να
ξεκολλήσουν από την αρχική τους ιδεολογική και ποιητική θέση.
Το μαύρο εκείνο σύγνεφο που απ’ τα παιδιά μας χρόνια βαραίνει τη
φαντασία και την ψυχή, εξακολουθεί αδήριτο κι ανεξάχνωτο να αμαυρώνει το
ποιητικό κλίμα ενός δημιουργού μέχρι τις ύστερες στιγμές του. Γιατί οι
πρώτες αγκαθερές ρίζες προχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας πού, όσο κι αν
προσπαθούμε να τις εξαλείψουμε, αντί να πάμε στο Καλύτερο έχουμε
επιδεινώσει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να καταφύγουμε αναγκαία σε μιαν
άλλη ανύπαρκτη ελπίδα και καθαρή ουτοπία. Ο πεσσιμισμός που συνήθως
ακολουθεί ακάθεκτος, είναι το προηγούμενο στάδιο πριν από τον
ολοκληρωτικό, απρόσκοφτο εκτροχιασμό. Γίνεται μια καλοδεχούμενη θεότητα
κι’ απλησίαστη να πολεμηθεί, όπως παλιά συνέβαινε με τη φωτιά.
Κι η αναγκαία τύχη τούτο επιβάλλει: να μην της φέρουμε καμμιά αντίσταση.
Να τη δεχτούμε σαν κάτι το φυσικό και το ανεύθυνο πούρχεται από άλλον
καθοδηγό και διακανονιστή. Οι πολλοί υποχωρούν συμβατικά κι ησυχάζουν.
Οι λίγοι και διαλεκτοί, που τους καίει η φωτιά του αυθαίρετου, αγωνιστές
και ήρωες, εραστές του απόλυτου και πολέμιοι στο αίτημα της αλλαγής.
Αναστέλλουν με καρτερία κι αν ακόμη είναι ταμένοι στο βωμό ενός
ολοκαυτώματος. Κι άλλοι υποκύπτουν, άλλοι ανακύπτουν προσωρινά ή τελικά.
Θα χρειάζονταν νομίζω διαφορετική περίσταση, για να τονιστεί αυτός ο
τραγικός αγώνας, και πλατύτερος χρόνος. Γιατί ο πόλεμος αυτός, με τις
συνθήκες και τα πρόσωπα, είναι ατελείωτα ακατάληπτος και θα χρειάζονταν
απαρχής ένας άλλος, διαφορετικός πολύμορφος, σκεπτικός και εμπειρικός
αγώνας, για να φτάσουμε έστω και ψευδαίσθητα στην εκπλήρωση του μεγάλου
πόθου.
Η συνάρτηση του καιρού προς τη σπουδή του ανθρώπου ή του έργου του, σε
παρασύρει σαν χείμαρρος μανιασμένος να μεροληπτήσεις, άρα και να χαθείς
και να αχρηστευθεί η προσπάθεια κι ο κόπος όπου υποβλήθηκες. Οι ποιητές
των καιρών θα βρουν καθένας μόνος του μέσα στην εσωτερική συμφωνία και
μία νέα ανάγκη αναζήτησης (μέσ’ τη γαλήνη ή τη θύελλα) . Κοινό τους
γνώρισμα είναι ο οίστρος που πυργώνει τη θέση στο αχανές. Το γνώριμο και
το ξένο εξαρτά τη μορφή που θα λάβει από την κράση καθενός απ’ τους
αγωνιζομένους. Σε δεύτερο πλάνο, οι απαιτήσεις των ανθρώπων,
παραμορφωμένες φαίνονται και ανισοζύγιστες με την πολιτιστική ανέλιξη ή
κοινωνική εξαθλίωση. Στο δεύτερο τούτο μονοπάτι έταξε σαν ποιητή τον
Καρυωτάκη το αίτημα του καιρού του και η αδημονία στην επιφάνεια και η
ενυπάρχουσα τάση γίγνεσθαι, να καθιερωθεί στην συνείδηση όσων τον
άκουσαν, σαν ποιητής περισσότερο και σαν άνθρωπος λιγότερο. Εμείς ίσα
και στα δύο θα τον εξετάσουμε. Κι’ απ’ αυτή τη σύνθετη σκοπιά θα τον
κρίνουμε.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη. Η χρονολογία της γέννησής
του μαθαίνουμε πως είναι: 30 Οχτώβρη 1896. Ο πατέρας του, μ’ επάγγελμα
πολιτικού μηχανικού, ήταν διαρκώς σε κίνηση περιοδεύοντας στις
περισσότερες Ελληνικές πόλεις, όπου αναγκαστικά τον ακολουθούσε ο μικρός
Κώστας: Κεφαλληνιά, Λευκάδα, Πάτρα, Καλαμάτα, Αθήνα, Τρίπολη, Χανιά,
ήταν οι κύριοι σταθμοί του. Μάλιστα τα Χανιά ήταν ο τόπος όπου
περισσότερο από κάθε άλλον παρέμεινε, ζώντας εκεί το μεγαλύτερο μέρος
της παιδικής του ηλικίας. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Γυμνάσιο,
έρχεται στην Αθήνα στις αρχές του Σεπτέμβρη 1913 και γράφεται στη Νομική
Σχολή, με μελλοντική πρόθεση ν’ ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο. Στην
Ιόνιο Σχολή μένει ένα χρόνο, γεμάτο κατάθλιψη και μοναξιά και
περιορισμούς στη μελέτη. Λίγο αργότερα, μη αντέχοντας την αποξενωτική
ατμόσφαιρα της Σχολής, αποφασίζει και νοικιάζει δωμάτιο στη Νεάπολη.
Έτσι έχει όλες τις ευχέρειες και ελευθερίες να επιδοθεί σ’ εκδηλώσεις
φάρσας, αμείλικτου σαρκασμού και τρελλών επινοημάτων.
Στα 1917 παίρνει το πτυχίο από τη Νομική και αναχωρεί για τη Μακεδονική,
πρωτεύουσα, όπου είχαν προ πολλού εγκατασταθεί οι γονείς του.
Για να πετύχει αναστολή στράτευσης έρχεται ξανά στην Αθήνα και γράφεται
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Στα 1919 περίπου κατόρθωσε να
πάρει την άδεια για να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αύτη
τη φορά να αποφύγει και πάλι τη στράτευση. Έτσι, ως το τέλος του 1920
ζει ως στρατιώτης ενώ στις 31 Οχτώβρη 1920 διορίζεται υπάλληλος στη
Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Με συνεχείς μεταθέσεις έρχεται στη συνέχεια στις
αντίστοιχες Νομαρχίες της Σύρας, της Άρτας και της Αθήνας, οπού θα
υπηρετήσει υπό την ηγεσία του Νομάρχη και ποιητή Ν. Πετιμεζά — Λαύρα και
με συναδέλφους τον Πάνο Ταγκόπουλο και τη Μαρία Πολυδούρη.
Το έτος 1923 μετατίθεται στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας και
καταφέρνει έτσι ν’ αποφύγει τις ταλαιπωρίες στην Επαρχία. Παράλληλα οι
περιοδικές του άδειες, του δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψει στο
εξωτερικό: στα 1924 στη Γερμανία και την Ιταλία, δύο χρόνια, αργότερα
στη Ρουμανία και τέλος στα 1928 στο Παρίσι. Το τελευταίο ταξίδι του είχε
δυσάρεστο απροσδόκητο, τη μετάθεσή του στην Πάτρα, και πριν καλά - καλά
επιστρέφει βρίσκεται ήδη εξορισμένος στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του ίδιου
χρόνου δηλ. στα 1928. Ένα μήνα αργότερα, στις 21 Ιουλίου κάνει την
οριστική του αποδημία με τη θορυβημένη αυτοκτονία του.
Από τους βιογράφους του μαθαίνουμε, πως ο Καρυωτάκης από μικρός ήταν ένα
παιδί δειλό κι’ ασθενικό, συνεσταλμένο και φοβισμένο — εύκολη λεία των
ομηλίκων του. Ένα παιδί σιωπηλό μ’ ονειροπόλα μάτια που τ’ άρεσε να
μένει μόνος, να οπτασιάζεται και ν’ αφαιρείται. Προ πάντων αυτό.
Παράλληλα με τη μελέτη και τα όνειρα για μια μελλούμενη αυτοδημιουργία, η
ζωγραφική ήταν το μέσο που τον οιστρηλατούσε και παρηγορούσε μέσα στη
μοναξιά του. Κι’ ενώ αυτός εμπνέεται, όσο προχωράει, νοιώθει αυτό το
κοινωνικό κενό γύρω του να τον κυκλώνει πιο παγερά με την πλήξη και την
εγκατάλειψη. Και δεν έφτανε αυτό. Στα Χανιά, στα δεκαεφτά του μόλις
χρόνια, γνωρίζει την πρώτη αισθηματική αποκαρδίωση, που εβάρυνε και
τυραννούσε περισσότερο την ελαττωματική και μειονεκτική του φύση, όταν
τα καλοκαίρια ερχόταν απ’ την Πρωτεύουσα στην Κρήτη για διακοπές. Κι
αυτό το πρώιμο τραύμα τον έκανε πιο έγκλειστο κι απόκοσμο, «ένα παράξενο
παιδάκι γερασμένο» όπως συνήθιζε ο ίδιος ν’ αποκαλείται. Η κατάσταση
τότε χειροτέρεψε, όταν, φοιτητής όντας, μαθαίνει το γάμο της κόρης των
ονείρων του και δεν θέλει να το πιστέψει. Ήτανε τόση η ευθιξία του και
τόσο αχαλίνωτη η Φαντασία του, ώστε σχημάτισε μόνος του τη δραματική
εντύπωση για ένα ανύπαρκτο δράμα, όπου ο ίδιος δικιολογούσε, πως ο γάμος
ήταν απόρροια σκληρής βίας και όχι αυτοπροαίρετη πράξη. Βέβαια, η
επαναφορά σε μια τόσο σκληρή πραγματικότητα είχε σαν οδυνηρή συνέπεια
την όξυνση του ολοφυρμού του, που χειροτέρεψε τον ακραιφνή παροξυσμό σε
μια τόσο πονεμένη, άρρωστη ψυχή και οδήγησε σε πεισιθάνατη ροπή, πιο
δυνατή από την Καβαφική νιχιλιστική έφεση, πιο δυνατή κι’ ισχυρή απ’ την
αντίστοιχη του Κοτζιούλα, πιο τελειοποιημένη και γινόμενη από του
Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Μα αυτό ήταν το πρώτο ακόμα στάδιο.
Ένα δεύτερο στάδιο είναι η συνάντηση δυο απελπισμένων στην Νομαρχία της
Αθήνας. Είναι αλήθεια πως — αν και πολλοί μένουν μονάχα στα όρια μιας
απλής φιλίας — ο έρωτας της Πολυδούρη αποτέλεσε για τον Καρυωτάκη την
απαρχή μιας νέας δραματικής εποχής. Εκείνη μια απεγνωσμένη μ’ ευαίσθητη
ποιητική προδιάθεση. Εκείνος ένας άρρωστος κι’ ανήσυχος πού ενέκλεισε
απεγνωσμένα μέσα στις κοχλιώσεις της ψυχής του τό μεγάλο αίσθημα, που
τόσο επέδρασε στην κοινή γνώμη, κ’ εξύψωσε ταυτόχρονα τον ποιητή και το
έργο του.
Οι σχέσεις, από την ελαφρή φιλολογία πήραν διαστάσεις απρόσμενες. Μια
εφημερίδα κείνης της εποχής κάνει μιθυστόρημα το δεσμό του και το
δημοσιεύει με τίτλο:
«ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΔΥΟ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ»
Αργότερα, όταν ο Καρυωτάκης μετατέθηκε, ή, όπως είπαν εξορίστηκε στην
απόμερη Πρέβεζα, ο ψυχικός του κόσμος δεν μπορεί πια να χωρέσει την
ομορφιά της φύσης και τα κάλλη που τον περιζώνουν. Η αλληλογραφία με την
Μαρία Πολυδούρη όχι μονάχα δεν απετέλεσε πηγήν ελπίδας, αλλά αντίθετα
συνεδαύλιζε πιο πολύ την πένθιμη δίψα του, εξουθένωνε τις δυνάμεις του.
Γινόταν η στυγνή τυράγνια, ένα όνειρο ανεκπλήρωτο και σκοτεινό και
καταδικασμένο. Κι’ η εξοχική πόλη της Πρέβεζας, ο τόπος της ξεγνιασιάς
για τον κουρασμένο, έγινε γι’ αυτόν ο τόπος της απελπισίας. Η
έπαρχιακότητα ήταν μηχάνημα που αδιάκοπα τον βελόνιαζε. Και τ’
αποτέλεσμα δεν άργησε να φτάσει:
Κάτω από ένα ευκάλυπτο, ο ποιητής των Νηπενθών κάνει το τραγικό του
εγχείρημα κι αποδημεί, λυτρωμένος, από τ’ ανίκητο άγχος, μ’ αιμόφυρτο το
σαρκίο του, κάτω απ’ τον λαμπρό πρωινό καλοκαιριάτικο ήλιο. Διηγείται
με πόνον ο προσωπικός του φίλος και βιογράφος Χαρίλαος Σακελλαριάδης:
«Αποφασισμένος αμετάκλητα να πετάξει από πάνω του το φορτίο που τον
βάραινε καταθλιπτικά, έφυγε το βράδυ στις 20 Ιουλίου έξω από τον κόλπο
της Πρέβεζας προς την παραλία του Ιονίου, άφησε τα ρούχα του στην
αμμουδιά κι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα ολόκληρες ώρες, μας λέει το
σημείωμα πού άφησε, πάλευε να πνιγεί· άδικα όμως, γιατί κάθε φορά που το
κουρασμένο του σώμα βυθίζονταν στο κύμα, η κλωστή, που τον κρατούσε
ακόμα στη ζωή τον ξανάφερνε στην επιφάνεια. Αποφασισμένος οπωσδήποτε να
τελειώσει και μη μπορώντας να βρει το θάνατο στο κύμα, βγήκε το πρωινό
της άλλης μέρας μακρυά από το μέρος πούχε πέσει, κι αφού ζήτησε τα ρούχα
του, που κάποια παιδιά, παίζοντας στην αμμουδιά, είχαν βρει, τράβηξε
για την πόλη. Γυρίζει στο σπίτι του, πίνει ένα γάλα και φεύγει· αγοράζει
ένα περίστροφο, ξεμακραίνει από την πολιτεία προς τ’ αντίθετο μέρος
κάθεται σ’ ένα καφενεδάκι ώρες ολόκληρες, καπνίζει απανωτά τσιγάρα,
γράφει το στερνό του σημείωμα· πηγαίνοντας κατόπι μακρύτερα, ξαπλώνει
κάτου από έναν ευκάλυπτο και φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του».
Μετά απ’ αυτά, αξίζει νομίζω να μεταφέρουμε εδώ το σημείωμα —το
τελευταίο πού άφησε πριν πάρει τη στερνή του θαρραλέα απόφαση: «Είναι
αυτό: να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η
αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να
πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να
τις αιστανθώ. Κάθε πραγματικότης μού είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο
του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά.
Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους,
έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους
χωρίς ουσία».
Τι ιπποτική φιλοφροσύνη! Τι τραγικός ανθρωπισμός! Τι διαυγής καταδίκη!
Και συνεχίζει το σημείωμα: «Τους βλέπω να έρχωνται ολοένα περισσότεροι
μαζί με τούς αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις
χαρές, είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τούς
δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο
ψηλά… Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην
επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε επί
δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο,
χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…».
Λίγο αργότερα, με την αγγελία του θανάτου του, η Μαρία ΙΙολυδούρη θα
γράψει μέσα απ’ τη «Σωτηρία», όπου κλείστηκε για να γιατρέψει την ανίατη
αρρώστεια της, με κραυγαλέα καλεστικά λόγια:
«Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ
αφού έχεις πια πεθάνει»
αφού έχεις πια πεθάνει»
(Ηχώ στο Χάος).
Ο ποιητής της «Πρέβεζας» δεν υπήρχε πια. Ή καλύτερα, ο άνθρωπος.
Γιατί ζει και θα ζει ακόμα, άπειρα, στη μνήμη και τη συνείδηση των
ανθρώπων ο ποιητής. Των ανθρώπων θέλω να πω που τον πρόσεξαν πρώτα, και
τον πίστεψαν δεύτερα. Πολύς ο θόρυβος που ακολούθησε γύρω απ’ την
αυτοχτονία του. Γνώμες ειπώθηκαν πολλές. Άλλες μ’ αυστηρότητα κι άλλες
με συγκατάβαση. Άλλες μόνιμες κι άλλες αμφισβητητές, έγκυρες κι άκυρες. Ο
I. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει στα «Πρόσωπα και τα κείμενα» πως «οι
αυτοκτόνοι δεν είναι σπάνιοι σ’ αυτή τη φυλή των ανθρώπων, που πλάθει με
τη δύναμή της και με τη θλίψη της το αμάραντο λουλούδι της έκφρασης. Μα
η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, συμπληρώνει, ήταν για μένα ένα περιστατικό
βαρυσήμαντο, σα να μου έδειχνε, πώς ένας ποιητής της γενιάς μου, μπορεί ο
καλύτερος, έφτυνε την αηδία του καταπρόσωπο του περίγυρου, γιατί δεν
του στάθηκε άλλο βολετό ν’ ανθέξει στην εναντίωση και το περιγέλασμα της
καθημερινής χαμοζωής». Όπως είδαμε, τα ίδια γράφει κι ο ποιητής στο
σημείωμά του. Κι αλήθεια, με την αυτοχτονία ο Καρυωτάκης ξέφυγε τις
πλεχτάνες μιας μεγάλης παγίδας, που σ’ όλα, τα λίγα χρόνια της ζωής του
τού παρέστεκε ύπουλα, έτοιμη να δαμάσει τον ανίσχυρο ρεαλισμό του. Κι η
παγίδα αυτή, ήταν: το πνεύμα του Κινδύνου και της αγωνίας, που τον
σκέπαζε.
Β΄
ΜΕΡΙΚΟΙ από τους ποιητές μας, μα και πολλοί ξένοι, συνήθισαν — ή
καλύτερα έδειξαν έφεση σε τούτο: Να μιλήσουν από νωρίς. Ο κόσμος στο
πρώτο του αντίκρυσμα έχει για την ευαίσθητη ποιητική φύση προδιαγράψει
τα χαρακτηριστικά του. Οι πρώτες όμως ιδέες δε μένουν άθικτες κι
απέλαστες. Ζυμώνονται, πλάθονται, ζωηρεύονται. Πλατύνονται τα όρια της
φαντασίας. Σιγά - σιγά, σε στενή συνάφεια με τα ατομικά και καθολικά
γεγονότα, αρχίζει ένας κόσμος να προβάλλεται στη συνείδηση. Ο κόσμος με
τη μυθική ύλη που θα συντροφεύσει το δημιουργό του στα πρώτα πατήματα
στο χώρο της προσπάθειας για μια έγκυρη και θαυμαστή υλοποίηση. Αρχικά,
τα ποιητικά προϊόντα σπάνια μπορούν να διαφύγουν το περιπότισμα από τ’
ασυνάρτητο, το ατελές ή το ασταθές. Θεωρητικά, πρόκειται γι’ απλά
δονίσματα που καθόλου δεν πρέπει να καταπατηθούν, αφού σπάνια ο ρυθμός
τους στα κατοπινά χρόνια μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς χρόνο και λυρική
ουσία. Τα παραπροϊόντα συνθέτουν μια δεύτερης αξίας εικόνα, που τα ορατά
χαρακτηριστικά της — με το μάτι του νου — απέχουν πολύ από τα οριστικά
τελειότυπα. Στην περίπτωση γενικά της νεανικής επίδοσης οι γνώμες των
μελετητών διχάζονται. Άλλοι θα μας πουν πως δεν πρέπει καθόλου να
φροντίζουμε ν’ αναζητήσουμε το πνεύμα των ποιητών στις σκόρπιες παλιές
πηγές, όταν εύκολα μπορούμε από τα παρόντα ολοκληρωμένα στοιχεία ν’
αποκρυσταλλώσουμε γνώμην γι’ αυτούς. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως η
ενσωματωμένη — γιατί τέτοια είναι η πρώτη που αναφέραμε — ποιητική
έρευνα αποκλείει τον παράγοντα: ακρίβεια ή λεπτομέρεια. Χωρίς να
μονομεριάσουμε το ζυγό, λέμε ξεκάθαρα και ρητά, πως στη δεύτερη μονάχα
γνώμη θα σιγουρεύαμε την καλή έκβαση της έρευνας, στο συγκεκριμένο τούτο
θέμα της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη. Σ’ αυτόν, το ξετύλιγμα της
λυρικής ενέργειας αρχίζει από τα δεκάξη μόλις χρόνια, ενώ, κατά όλως
παράξενο τρόπο, ο Καρυωτάκης ως τα δεκαπέντε του χρόνια δεν είχε δείξει
το ελάχιστο ενδιαφέρον για τον ποιητικό μας λόγο. Η πληροφορία ταύτη
είναι αναμφισβήτητη, αφού προέρχεται από το βιογράφο του, που μας
παρουσιάζει ξεσκονισμένη και εγγυημένη κάθε λεπτομέρεια της ζωής του.
Ωστόσο το πρόβλημα έχει και την ερμηνία του: η επαγγελματική ιδιότητα
και τάση του πατέρα του ήταν τέτοια, που σχεδόν αποκλείεται η υπόνοια να
του δόθηκε η ευκαιρία παραμικρής διατριβής πάνω στην ποίηση. Μόνον όταν
άρχισε να ωριμάζει η προσωπική ανεξαρτησία, δημιουργήθηκαν κι οι
προϋποθέσεις να εκδηλωθεί η οπωσδήποτε ενυπάρχουσα σχετική τροπή.
Προσθέτουμε πώς εξ άλλου δεν ήταν καθόλου αναγκαίο να γίνει αυτό που λεν
«ποιητική προκατήχηση» σ’ έναν αυτοσχεδιαστή και ηγετικό στοχαστή σαν
κι αυτόν. Υπεισήλθε μονάχα ο παράγων—ώθηση. Κατά τ’ άλλα, ο ψυχικός
ερμηνευτής έμεινε από την πρώτη στιγμή ο ίδιος, με ζωηρότερη παραλλαγή
και πρωτοτυπία πολύ αργά φανερωμένη.
Το πρώτο ποίημα του Καρυωτάκη γράφεται στα 1912 μ’ αφορμή το ναυάγιο του
«Τιτανικού». Το τραγικό τούτο περιστατικό είχε ριζική απήχηση στην ψυχή
του νέου ακόμα παιδιού κι απετέλεσε το σκληρό όνειρο ως τα τελευταία
του, με αθόλωτες τις δαχτυλιές. Από δω και μπρος δεν παύει να στέλνει
στίχους κατά καιρούς σε περιοδικά, την «Ελλάδα», τον «Παιδικό Αστέρα»,
για ν’ αρκεστούμε στα αντιπροσωπευτικώτερα της εποχής του. Κι ακριβώς
στα 1919 τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου
και των πραγμάτων». Ο βιογράφος του μάς πληροφορεί πως: «βγήκε σ’ εκατό
μόνο αντίτυπα κ’ είκοσι σ’ έκδοση πολυτελή. Άδικα όμως περίμεναν στις
βιτρίνες των βιβλιοπωλείων· δεν πουλήθηκε σχεδόν κανένα». Θόρυβο
προκάλεσε η διένεξη Καρυωτάκη—Νουμά. Ο συγγραφέας έστειλε τρία αντίτυπα
στον Νουμά, με την ελπίδα να αγγελθή η έκδοση μέσω του περιοδικού.
Μάταια όμως περίμενε, γιατί ο Νουμάς αγνόησε το βιβλίο. Ο Καρυωτάκης
καταφεύγει… στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με υποσχέσεις του Νουμά έπρεπε κάθε
βιβλίο που λάβαιναν να κάνουν κοινοποίηση. Τ’ αποτέλεσμα ήταν η
συμφιλίωση που απόφερε μια εξώδικη πρόσκληση. Το καλοκαίρι του ίδιου
χρόνου δημοσιεύει στην «Εστία» την εξής αγγελία: «Λόγοι εσπευσμένης
αναχωρήσεως ενοικιάζεται εντός τριών ήμερων πολυτελής οικία αντί 100
μόνον δραχμών και πωλούνται έπιπλα… Style Louis XIV και πιάνο εις το
1/100 της σημερινής των αξίας. Πληροφορίαι παρά τω κυρίω… Ώραι
επισκέψεως 2—4 μ.μ. Η φράση ετούτη, που την εντάσσουμε στα… γραφόμενά
του, όσο κι αν φαίνεται από την πρώτη της όψη χαριτολογική και
απαλλαγμένη σοβαρότητας και λογικής, έγινε εν τούτοις αίτια να
συρρεύσουν στο σπίτι του οι συνηθισμένοι «απόστολοι εκ περάτων» που
κυνηγούνε την ευκαιρία, κι’ η φασαρία να λάβει ακανόνιστες διαστάσεις. Η
δικαιολογία του όμως μάς τη διέσωσε ο βιογράφος του είναι: «θέλοντας να
γελάσει σε βάρος ενός γνωστού του ανύπαρκτου συμπληρώνουμε εμείς. Στα
1921 βγαίνουν τα «Νηπενθή» που βραβεύτηκαν στον Β΄ Φιλαδέλφειο
Διαγωνισμό με βραβείο δεύτερο. Γράφει σχετικά ο Τέλλος Άγρας: «Στα 1919
από τις εφημερίδες μάθαμε οι άλλοι πως η ποιητική συλλογή η δεύτερη, τα
Νηπενθή, του Κώστα Καρυωτάκη βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό—σ’
εκείνον άλλως τε πάλι, που ου συνομίληκοί του «très respecteux de leurs
vers…», όπως θάλεγε ο Βερλαίν, αλλά και συγχρόνως μεστοί από την έπαρση
των μελετών τους και της ηλικίας τους, τον αγνοούσαν, δηλαδή τον
περιφρονούσαν». Γύρω στα 1923, ο «Κακοήθης φαρσέρ» όπως τον έλεγε ο
Νιρβάνας σοφίζεται την δεύτερη αγγελία, που δημοσιεύτηκε και πάλι από
την «Εστία»: «Νέος στην ηλικίαν, διοικητικός υπάλληλος, τοποθετηθείς εις
Σύρον, ζητεί επίσης νεαράν σύντροφον του βίου του, όπως ποικίλλη την εν
τη επαρχία μονότονον ζωήν του. Απευθυνθήτε: Κον Κωστάκην, Φαβιέρου 54».
Αφήνεται να εννοηθεί πόσα δυστυχισμένα πλάσματα έτρεξαν να
πληροφορηθούν περί του κ. Κωστάκη που, όπως είπεν, «Κατέστη σπανίζων».
Τον ίδιον καιρό υποβοηθούμενος από φανατικούς του φίλους βγάζει το
λιγόζωο περιοδικό «Η γ ά μ π α» που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και
απειλητικών εκδηλώσεων της αυστηρής μερίδας. Στα 1925 περίπου γράφει την
τιτλοφορούμενη επιθεώρηση «Πέλ—Μέλ» που δυστυχώς δε βρέθηκαν θιασάρχες
πρόθυμοι να την ανεβάσουν σε σκηνή. Το τελευταίο του έργο η περίφημη
συλλογή «Ε λ ε γ ε ί α κ α ι Σ ά τ ι ρ ε ς» τυπώνεται στα 1927. Η
συλλογή αυτή αποτελεί την τελειότερη και ωριμότερη από τις δύο
προηγούμενες. Γράφει ο βιογράφος του: «Στη Δημητσάνα που ήμουν το
καλοκαίρι του 1927 κι όπου είχεν έρθει κι αυτός και ταξινομούσε το
υλικό, θυμάμαι πως πολλά (ενν. ποιήματα) —και ανέκδοτα και δημοσιευμένα
σε περιοδικά— δεν τα έκρινε άξια να συμπεριληφθούν στην έκδοση· τα
έσβηνε με σταυρωτές γραμμές και έγραφε τη λέξη «ανάξιο». Αυτά ίσως έχουν
χαθεί διά πάντα». Μερικά άλλα δημοσιεύτηκαν κι έτσι διασώθηκαν απ’ την
αφάνεια. Λίγα πεζά και στίχοι συναπαρτίζουν τα «Άπαντά» του, που
εξεδόθηκαν από το βιογράφο του X. Σακελλαριάδη, στα 1938. Ανάμεσα στα
ποιήματα της τελευταίας κατηγορίας ξεχωρίζουν η «Αισιοδοξία» η «Κυριακή»
το «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» και η «Πρέβεζα» μαζί μ’ ένα άτιτλο που
είναι και τα τελευταία του ποιήματα, πριν απ’ το θάνατό του. Από τις
μεταφράσεις του ξεχωρίζουν το «Ultima» του Emile Despax, οι «Σκιές της
κόμησσας Ντέ Νοάϊγ» και ο «επιτάφιος» του Mathurin Régnier. Η έκδοση των
απάντων απετέλεσε αντικείμενο εκδηλώσεων, μελετών, σχολίων, συζητήσεων,
πούχαν σαν αποτέλεσμα να καταστεί ξανά επίκαιρο και ζωντανό και
απαραίτητο στα πινάκλ το πρόσωπο με την πικρή ζωή και τον κακό μα
δοξοποιό θάνατο.
—«Κ υ ρ ί α ρ χ η φιλοδοξία του Καρυωτάκη ήταν να γίνει καλός ποιητής»
τονίζει ο Σακελλαριάδης. Και την προσπάθεια αυτή αν και δυσδιάκριτα,
βλέπουμε ανάμεσα στις τρεις συλλογές του. Η καλλιέργεια μορφής και
περιεχομένου, η έφεση για τη διαμόρφωση του ύψους, η αδιόρατη ανάλωση
πνευματικών και ψυχικών αποθεμάτων, γίνονται φανερά και αισθητά, στην
προσπάθειά του να συμπυκνώει σε απέριττο φραστικό πλαίσιο τις ακρότητες
της φαντασίας και του υποθαλπόμενου απελπισμού «Ο πόνος του ανθρώπου και
των πραγμάτων», γραμμένο στην πρώτη χρονιά του μεσοπολέμου, είναι
καταδίκη. Ατομική. Αυτοκαταδίκη. Αμετάκλητη καταδίκη, που δεν περιορίζει
τη σκέψη στη δική της ειρκτή, αλλά αντίθετα για αντιπερισπασμό θα
λέγαμε, εξοστρακίζει τελείως τα μαύρα σύνορα που την περιβάλλουν. Κι ή
σκέψη είναι ελεύθερη να δεσμεύσει τους αντιπάλους της καρδιάς, να
επισημάνει το άγχος και τα πάθη της ψυχής και να διοχετεύσει σε λίγους
στίχους το μεγάλο πόθο:
«Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόμα ιστορήστε μου
τον πόνο των πραγμάτων και τ’ ανθρώπου»
τον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόμα ιστορήστε μου
τον πόνο των πραγμάτων και τ’ ανθρώπου»
(Πρόλογος συλλογής…)
Τόσο στον «πόνο του ανθρώπου» (Α΄ μέρος) όσο και στον αντίστοιχο των πραγμάτων (Β΄ μέρος), κυριαρχεί το πνεύμα του καταδικασμένου. Το πεπρωμένο και ο ανίατος πόνος, η θλίψη και το παράπονο…
…Το μεγάλο παράπονο, που ποτέ δε θα βρει απάντηση κι ούτε καν θα δεχθεί
την απάντηση που ζητάει, απλώς και μόνον γιατί είναι ανυπόστατη.
Υπογραμμίζουμε εδώ την εμφάνιση, το ξέσπασμα μιας προδιάθεσης που, μη
ζητώντας θέση μέσα στις απαιτήσεις των αισθηματικών κανόνων, γίνεται
πεζό υπότιτλο, απελεύθερο, σκιά ή ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει ή
κάνει ακόμα πιο αβυσσαλέο το νόημα των κυρίων στίχων με τον
επιγραμματικό της στόμφο. Αναφέρουμε τέτοιες χαρακτηριστικές φράσεις:
«Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως
γιατί οι συφορές Έ ρ χ ο ν τ α ι» «Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή» «Κι έτσι
πάνε και σβήνουν όπως πάνε» «Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα» «Μες απ’ το
βάθος των καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε» «Κι ήμουν σκοτάδι κι
ήμουν σκοτάδι, και με είδε μια αχτίδα» «Όμως τα στήθια που τα ταράζει
κάποιο θανάσιμο βάρος ποτέ δε θα γαληνέψουν» και τέλος το πεζό υπότιτλο
της «Αμυγδαλιάς»: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να
πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται».
Από τα χρόνια του Άγρα και δώθε, η πρώτη συλλογή ενός ποιητή κατάντησε
κανόνας ν’ αποτελεί θεωρία του κόσμου, να βιοθεωρεί. Αλλιώς δεν αποτελεί
ποίηση, αφού δεν προσφέρει κάτι καινούργιο στο φιλοσοφικό, στοχασμό,
από τήν ποιητική σκοπιά. Ο ποιητής δηλαδή, είτε για τη γη μιλάει είτε
για τον ουρανό, πρέπει αυτά τα δύο να τα συσχετίσει και να βγάλει την
πίστη του. Τα τεκμήρια από την πρώτη έρευνα που κάνει ο Καρυωτάκης,
είναι γεννήματα μιας κλειστής, συνεσταλμένης βιοθεωρίας. Η θεώρηση εξ
άλλου γίνεται περιπτωσιακή. Ο πόνος είναι που κυριαρχεί Το βραδυνό με το
σκοτάδι πρώτα, ναι μεν γεννάει το φόβο, φέρνει όμως και μιαν απόβαθη
αντιδιαστολή:
Καθημερινών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.
(Νύχτα).
Κι άλλου γράφει:
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη
(Gala)
Κι αυτή η συνείδηση της ματαιότητας, ο «Εφιάλτης», το τρυφερό πένθος
άγουν τις χορδές της ψυχής του ποιητή, ακόμα και μέσα στην καρδιά της
άνοιξης:
«Και πάνε πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λιτάνιες ύψωσαν μες την απελπισιά τους
τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.»
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λιτάνιες ύψωσαν μες την απελπισιά τους
τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.»
Αυτή η αδιάκοπη, αδιόρατη ροή θλίψης, σε λίγα ποιήματα βρίσκεται
αποδιωγμένη. Ανάμεσα όμως στην πάλη του σκότους με το φως παρεμβάλλεται
ένας άλλος γυάλινος θεός: Ο Έρωτας, που είναι για τον Καρυωτάκη γεμάτο
χαμόγελο —ένας κρίκος που δένει αναπόσπαστα τον πόθο και τη μελαγχολία
με μια μυστική τρυφερότητα, την έκσταση του φιλιού με τα μάτια της
Κίρκης:
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασταίνει
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη. (Χαμόγελο).
Τη βλέπω—στα μαλλιά σου πνέει—την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως νά ’βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασταίνει
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη. (Χαμόγελο).
Τη βλέπω—στα μαλλιά σου πνέει—την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως νά ’βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
(Χαρά).
Η ψυχική κατεύθυνση μέσα στον «Πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων»
έχει βέβαια διακυμαντικές δίνες, που για να θεμελιωθούν οι σταθερές μας
γνώμες πάνω τους, προαπαιτείται μια σχετική προσοικείωση κι ευελιξία
ανάμεσά τους. Ο Καρυωτάκης δεν ξέρει μονάχα να γράφει απλά. Είναι ο
μοναδικός ειδήμονας της γενιάς του που μπορεί και συλλαμβάνει τα και τα
αιθέρινα, τα βατά και τ’ άφραστα, τα ενδόμυχα και τα μακρινά. Γιατί
παντού αναζητώντας κάτι το βαρυσήμαντο και πολυπρόσωπο και θλιβερό,
ψάχνει να βρει τον στοιχειοκομμένο εαυτό, που χάνεται στην παλίρροια των
καιρών. Και γράφοντας στίχους, σαν άνθρωπος και σα λυρικός, απλά και
σύνθετα, τούτο ζητά να πετύχει: Να βρει— συντεθειμένο κι αληθινό — τον
εαυτό του.
—Στα «Ν η π ε ν θ ή» πιο ώριμος ο νους, πιο άρτια τα στιχουργικά
συμπλέγματα, πιο ζωηρά η εκδηλούμενη τάση προς τη χίμαιρα. Ο I. Μ.
Παναγιωτόπουλος γράφει, πολύ πετυχημένα, πως «βρισκόμαστε στη δεύτερη
πράξη της τραγωδίας του Καρυωτάκη». Αληθινά, η υπεροχή στων Νηπενθών το
Κλίμα είναι εμφανής. Η επίδραση του Γερμανικού εξιστενσιαλισμού και των
κολασμένων του Γαλλικού συμβολισμού—σαφώς εντονώτερα και κορυφωμένα στα
«ελεγεία και τις Σάτιρες»—είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Να τι λέει ο
Baudelaire στους «Πληγωμένους θεούς: «Πίσω από τις σκηνοθεσίες της
απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου βλέπω καθαρά κόσμους
παράξενους, και θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια, που μου
δαγκώνουν τα πόδια. Κι’ από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς
οι προφήτες, στην έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις
γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκειά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές
φορές για ψέμματα τις αλήθειες, και με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε
γκρεμούς… Αλλά η φωνή με παρηγορεί και μου λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου·
οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελλούς»!. Ο δεύτερος τούτος
δρόμος για τη λύτρωση, απεικονίζεται κι εφαρμόζεται πάνω του η πορεία,
στην ακόλουθη στροφή της Ευγένειας:
«Κάνε τον πόνο σου άρμα
και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, δείλι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου».
και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, δείλι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου».
Σε παρόμοιες στροφές, μ’ ανάλογα πληγωμένα νοήματα, πέφτουμε στο
καβαφικό αδιέξοδο ή μερικές συννεφιασμένες ώρες στον Κώστα Ουράνη. Οι
ακόλουθοι στίχοι του Καβάφη, άνετα ταιριάζουν στο κλίμα των «Νηπενθών»
απαλλαγμένων φυσικά από την καθαρευουσιάνικη φόρμα:
«Το γήρασμα του Σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτόν μαχαίρι
Τά φάρμακά σου φέρε—Τέχνη της Ποιήσεως
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή».
είναι πληγή από φρικτόν μαχαίρι
Τά φάρμακά σου φέρε—Τέχνη της Ποιήσεως
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή».
(Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου
εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.)
εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.)
Στα «Νηπενθή» το ξέσπασμα και το συγκράτημα, σ’ ίσο βαθμό
καταχωρούνται. Άλλοτε ο ποιητής προστρέχει στη φύση κι άλλοτε την
αποδοκιμάζει. Άλλοτε απεγνωσμένα χτυπά τα χέρια πάνω στις έντρομες
μνήμες κι άλλοτε, με κάποιον κατευνασμό, αλαφρώνει. Αλλού η ρομαντική
ταλανιζομένη έπαρση, κι αλλού η πλατειά φιλοσοφημένη απαισιοδοξία, αλλού
η αδρότατη βεβαιότητα κι άλλου οι σπαραξικάρδιες αλγεινές κραυγές το
απρόσμενο ανάκρουσμα της θανατικής μέριμνας. Κι χυτό το στοιχείο του
σπαραξικάρδιου είναι και στοιχείο κρυφής προσδοκίας. Ξαναθυμίζουμε πάνω
σ’ αυτί, τα υπερκόσμια σαλπίσματα του Γκαίτε: «Οι γόοι κι οι θρήνοι κάθε
σπαραγμένου ανθρώπου, δεν είναι, παρά έκφραση της προσδοκίας για ένα
καλύτερο—αύριο». Μια τέτοια προσδοκία κρύβεται στους παρακάτω στίχους:
«Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς
σα νάχουν βγει σε τάφο).
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς
σα νάχουν βγει σε τάφο).
(Γραφιάς).
Είπαμε και ξαναλέμε, πως ποτέ δεν έλειψε από τον ποιητή Καρυωτάκη ο
συναισθηματισμός. Αν και δουλικά υποτεταγμένος στην εναγώνια
περισυλλογή, όσο μπορεί και σαν άνθρωπος και σαν λυρικός,
μεταστοιχειώνεται με τρόπο αβίαστο και καθυποτάζει το ένστιχτο και το
πάθος του στο ένστιχτο και το πάθος του τραγουδιού και αποδεσμεύει
πλουσιώτερα τα καθάρια θέλγητρα που παρέχει:
«… Και το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στέρνα θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν».
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στέρνα θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν».
(Ύπνος).
Φωτεινότατος είναι ο ύμνος της Αθηνάς, παράπλευρος προς το παλαμαϊκό ύψος και τη στιλπνάδα και την έξαρση:
«Κάτω απ’ την πάχνη αναρριγά με του κορμιού της την υγρή
νωχέλεια περιστέρια
η Αθηνά κι ηδονεύεται και σα νυμφίον ακαρτερά
τον ήλιον από πέρα»
νωχέλεια περιστέρια
η Αθηνά κι ηδονεύεται και σα νυμφίον ακαρτερά
τον ήλιον από πέρα»
(Γυρισμός).
Στον Καρυωτάκη, κι ίσως στον κύκλο των «Νηπενθών», αξίζει να
εξετάσουμε αυτό πού πολλοί έλαβαν σαν αφορμή κατηγορίας: Ο ερωτικός
απελπισμός και η Φ ι λ ό τ η τ α. Στο πρώτο αναφερθήκαμε μιλώντας για
την αυτοχειρία του. Ας δούμε τώρα τη φιλότητα, αρχίζοντας από γνώμες
ξένες. Ο Γιάννης Χατζίνης γράφει κάπου συμπτωματικά πως η τάση αυτή δεν
εξηγείται αλλοιώς παρά μονάχα σαν μια προσπάθεια ανεύρεσης της τέλειας
Μούσας, που συμβιβάζονταν με τα απατηλά του όνειρα. Αναλυτικά μελετητής
του Καρυωτάκη ο Παναγιωτόπουλος, εξετάζοντας σ’ εκτεταμένη κλίμακα το
σοβαρό τούτο θέμα, πιστεύει ότι «… τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Καρυωτάκη
παντοτεινά διψασμένοι και παντοτεινά αξεδίψαστοι, ας μη μας ξεγελούν τα
επιφαινόμενα, είναι στο βάθος γ υ ν α ι μ α ν ε ί ς.
Ο όρος φαίνεται βαρύς, μα δεν υπάρχει κι άλλος σωστότερος. Είναι οι
προορισμένοι από τη μοίρα να εκφράσουν σ’ ολάκερη τη θλιβερή της
απεραντοσύνη την αιώνια δίψα…» Προσωπικά νομίζουμε, πως μια τέτοια γνώμη
δεν καλοευσταθεί. Πρώτα - πρώτα, οι «τέτοιοι άνθρωποι σαν τον
Καρυωτάκη» δεν διευκρινίζονται. Μήπως μπορεί η ποίηση—έπειτα—να γίνει
μέσο για να εξυπηρετήσει φιλήδονες προθέσεις και ακόρεστες ακολασίες;
Μήπως ο γράφων αυτός είναι στην προκειμένη περίπτωση ποιητής; Φυσικά
όχι. Ο Καρυωτάκης όμως διδασκόμαστε πως πριν απ’ όλα είταν ποιητής, σ’
όλο το μήκος και το πλάτος της έννοιας. Γιατί, αν δεν συνέβαινε κάτι
τέτοιο, δεν θα υπήρχαν σήμερα ούτε έργο ούτε μιμητές. Για να στεριώσει
ένας ποιητής, που δημιουργήθηκε ολάκερη ποιητική τεχνοτροπία κι απέβη ο
άνθρωπος της γενιάς του, αυτονοείται πως όλα αυτά τα συμπτωματικά και
σπάνια πάθη του, αποτελούσαν τις αναπόφευκτες—για μια τέτοια
ιδιοσυστασία—κακές στιγμές, όπως συμβαίνει και σε κάθε σχεδόν ομότεχνο
κι ομότροπό του, παλιόν ή νέο—όσο για το αν ο ποιητής μας είταν
«παντοτεινά αξεδίψαστος», λέμε πως υπήρχαν ισοβαρείς κι ά λ λ ο ι
παράγοντες όπως:
1ον. Το μειονεκτικό αίσθημα και η νεανική εσφαλμένη αντίληψη της
μεγάλη ήττας. 2ον. Η συνεχής ψυχική κατατριβή του στην ατμόσφαιρα της
επαρχίας και 3ον (για να μην πλατυλογούμε) οι πρώτες ωχρές αναμνήσεις —ο
εμπαιγμός απ’ τους ομηλίκους, οι αισθηματικές ατυχίες και τόσα άλλα.
Τελικά θα πρέπει να κατασταλάξουμε στο συμπέρασμα, πως η εκ των προτέρων
αντίληψη της ασωτείας, δεν τούδωσε όπλα ν’ αξιοποιήσει τα νιάτα του,
και τον άφησε, να μείνει ουραγός στην κοινή γνώμη, μ’ αναμμένη, συνεχώς
επαυξημένη, την πυρκαϊά της αδυσώπητης μοίρας. Έτσι ήταν αναγκασμένος να
βλέπει το χρόνο σα φάντασμα που περνά και πρέπει να φύγει, τη ζωή σαν
κάτι το παρωχημένο, πούχει χάσει κάθε αξία γι’ αυτόν, αφού ο κόσμος
έμεινε απελπιστικά στάσιμος, ακίνητος και σκοτωμένος. Ο Δανός φιλόσοφος
Κίρκεγκααρτ πιστεύει πως Μοίρα του ανθρώπου είναι το ναυάγιο των
προσπαθειών του. Με το ν’ αντικρύσουμε το ναυάγιο αυτό, έχουμε ήδη
υποκύψει στα κελεύσματά της. Και μαζί στην κακία των ανθρώπων, όπως λέει
στην «Μπαλλάντα προς τους άδοξους ποιητές των αιώνων», ο ποιητής μας:
«Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι»
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι»
—Εκεί όμως, όπου ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τον πραγματικό, τον γνήσιο
εαυτό του, και τον υπερβάλλει, είναι η τελευταία του συλλογή «Ελεγεία
και Σάτιρες», η πιο γινόμενη κι ακέρια, πιο προσεγμένη και διαλεχτή.
Είναι το βιβλίο που το περιεχόμενό του μάς αναλύει σχεδόν αποκλειστικά
μια ιδιαίτερη πτυχή της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα: Το σαρκασμό. Χωρίς
να ξεφεύγει απ’ το παλιό γνώριμο χώρο αντλήσεως των θεμάτων του. Κείνο
μόνο που ξεχωρίζει κι ενδιαφέρει είναι το γεγονός πως οι στίχοι εδώ
γίνονται πιο πηχτοί σ’ απελπισία· που το ζενίθ της είναι το κάγχασμα και
η δηκτικότητα, περιγέλασμα ξερό και παράταιρο, αφορμή βαθύτερου
τραυματισμού. Ο νιχιλισμός στο κορύφωμά του, η αβεβαιότητα στ’ αδιέξοδο,
ο ακροβατισμός του φόβου και της μελανής ανυπαρξίας, στ’ απροχώρητο. Η
γύμνια και η φθορά βγάζουνε το πολύγλωσσο ρώτημα, καρτερώντας την
τελευταία ώρα της ελευθερίας:
«Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
νάχω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς».
νάχω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς».
Και τα τελευταία αποθέματα ηφαιστειακής ζωτικότητας, κομματιασμένα
και μισά κι ανάπηρα, κάνουν την άστατη απολογία τους. Μιαν απολογία
σπαραχτική με ξέχειλη την ευαισθησία και τη θύμηση και τις λύπες, που
διασώζουν στους καινούργιους, ένα poetam minorem. Μέσ’ απ’ ορίζοντες
κλειστούς με την οιμωγή τα έγκατα του ερέβους, με το θραυσμένο μάτι το
μάκρος των δευτερολέπτων, όταν:
«Ώχρα χέρια σα σβήσουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν».
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν».
(Οι αγάπες).
Αξιοσημείωτη για τη λιτότητα και το δυναμισμό της η λυρική ιστορική
τριλογία: Διάκος—Κανάρης—Βύρων—μια ακόμα απόδειξη της ύπαρξης του
ηρωικού στοιχείου και της παροδικής ευψυχίας, αφού κι ο αφύσικος θάνατός
του ήτανε κάτι το ηρωικό. Αναντικατάστατο δείγμα ο «Κανάρης»:
«Το πέρασμά του—μήνυμα κρύο—μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο—χέρι που φλόγα—Κράταε κι ευλόγα».
Κι είχε το θείο—χέρι που φλόγα—Κράταε κι ευλόγα».
Αυτό φυσικά είναι μια μικρή εξαίρεση κι είναι ανώφελο να επιμείνουμε.
Στα «ελεγεία και τις Σάτιρες» θα πρέπει κάτι άλλο να προσέξουμε και ν’
αναζητήσουμε: Το πνεύμα τους. Μπορεί αναντίρρητα να ισχυρισθεί κανείς,
πως μέσα στους στίχους αυτούς καταφαίνεται φοβερή η προαίσθηση πως ο
θάνατος όλο και πλησιάζει. Ο Καρυωτάκης εξ άλλου τόχε τονίσει σε φίλους,
πριν από την έκδοση της συλλογής πως αντάξιο βιβλίο δε θα μπορούσε πια
να φτιάξει. Ίσως ήθελε να πει μ’ αυτό —κι είναι το πιθανότερο— πως τα
ποιητικά του εφόδια εξαντλήθηκαν. Τα μεγάλα θέματα που τον απασχολούσαν
είχαν λάβει το οριστικό τους αποκαλυμμένο σχήμα. Και πως ο κόσμος του
είχεν αδειάσει αφήνοντάς τον, περισσότερο από ποτέ, μόνο στη νύχτα, να
βολοδέρνεται με τον καημό. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν την αποπνευμάτωση δεν
αρνιόμαστε — ουσιαστικά— στις Σάτιρες την καταθλιπτική τους γνησιότητα.
Ήρθε η ώρα που ο εγωκεντρισμός έγινε μάστιγα. Δημιουργήθηκε έτσι η
απόλυτη ανάγκη στον ποιητή, μετά την αηδία προς τον εαυτό του, να
στραφεί προς κάτι το καινούργιο και το πιο θετικό, να ρίξει την ευθύνη
της ελπίδας πάνω στο πλήθος, στους συνανθρώπους του. Τι πικρή ειρωνεία
της τύχης όμως. Αντί να συναντήσει εκεί την απαραίτητη αλλαγή, βρίσκει
πιο σκοτεινή τη νύχτα του κι άχαρη όσο ποτέ τη ζωή του. Τι άλλο θα ήταν
σε θέση να επιδιώξει πια που άλλου να καταφύγει: ποια απαλλά ριζάρια θα
τον βαστούσαν μετέωρο στο χείλος ενός γκρεμού; Όταν η αστάθεια, ατόμου
και κοινωνίας, πήρε τον κατήφορο και προκαλούσε αθέλητα νευρασθένεια. Η
καταφυγή στη Σάτιρα έγινε εδώ μια ελπίδα ζωής. Όνειρα που χάθηκαν και
δεν θα ξανάρθουν, πληγές ανίατες, άδετες κι απροστάτευτες, σκιές
αγαπητές, κινούνται στους τοίχους και το ταβάνι, σαν φαντάσματα και
βρυκόλακες, κεντρίζουν αρχές που πλησιάζουν το ένστιχτο. Οι άνθρωποι
θεωρούνται κακά πνεύματα, δίχως καρδιά κι εσωτερικότητα. Αναφέρουμε
κομμάτι από τις «Υποθήκες»:
«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους».
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους».
(Ο νεκρός Κώστας Καρυωτάκης)
Το ίδιο το πνεύμα επιθεωρεί τη ζοφερή νύχτα της «Επίκλησης» και τους
«ιδανικούς αυτόχειρες». Οίκτος σκληρός γι’ αυτούς που ξέρουν να
πεθαίνουν, όταν στα μάτια τους έχει σμικρυνθεί κατά πολύ το πλατύ νόημα
της βιολογικής αποστολής. Οι οπτασιακές (… ακίνδυνες) εκρήξεις, αφήνουν
πιο αχαλίνωτη τη φαντασία και το λογικό χαμένο. Τα τρελλά αποκυήματα
συγκρατούνται, στην ορμή της αγριωπής γκριμάτσας της εκμυστηρευτικής
πραγματικότητας. Ο νόμος της ειμαρμένης προβάλλει με κλειστά μάτια τη
βοήθεια του, ένα «εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» διολισθαίνει στο
ποταμό:
«Στο ταβάνι βλέπω τούς γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου σκέπτομαι, θάναι ζήτημα ύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου σκέπτομαι, θάναι ζήτημα ύψους.
Α, πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι
Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι
πολύ θ’ αρέσω».
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι
Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι
πολύ θ’ αρέσω».
Η «αισιοδοξία» του ποιητή στη συλλογή τούτη είναι ανύπαρκτη.
Στ’ ομώνυμο αυτόγραφο, η πίστη είναι υποθετική. Η σάρκα και το αίμα κι
οι παλμοί ακούγονται πιο δυνατά από τούς ψίθυρους μιας ύστερης θαρραλέας
απόφασης. Ο τραγικός άνθρωπος, που παύει πια να έρπει στο δεύτερο
κατώφλι του συνειδησιακού διχασμού, εκσφενδονίζει το κρυμμένο στη φούχτα
του «μεγάλο ρώτημα», όχι πια σαν ένδειξη μερικής ισχύος, μα σαν ανάθεμα
προς το άδειο κι αινιγματικό. Η απόκριση βρίσκεται μέσα του κι’
ακούγεται σαν ένας μονότονα ξαφνικός πάταγος, που ζητάει να τον κρατήσει
στον ίσιο δρόμο. Ένας εσωτερικός μονόλογος, θα μου πείτε. Κάτι
μεγαλύτερο. Ένα αφυπνιστικό τράνταγμα. Ένας φρουρός — ο τελευταίος στις
τελευταίες αυτοκυβέρνητες συλλήψεις, στις τελειωτικές προοπτικές. Δυο -
τρεις συλλήψεις ποιητικές, οι τελευταίες του, κάνουνε μόνιμη την
προσφορά του Καρυωτάκη στην ποίησή μας, αποτελώντας κληροδότημα για μας
τους καινούργιους. Ο χώρος και το κλίμα, όπου γράφτηκαν έχουν μεγάλες
διαστάσεις. Εδώ πρόκειται για τελευταίες κατεργασίες. Θα πρέπει,
αλήθεια, να παραδεχτούμε, πως η μάχη της αυτονομίας προς την αντιλογία
είναι άνιση, χωρίς όρια προδιαγεγραμμένα. Οι λέξεις μια - μια γράφονται,
γράφονται μέσα σε σκότος χωρίς μαρμαρυγή καμμιά, μέσ’ απ’ το πρίσμα
μιας φαγωμένης φαντασιοδοξίας. Ο ποιητής ολάκερος ζυμώνεται και ζυμώνει
κι’ εγκυμονεί διανοητικά υπό συνθήκες αθλιώτατες. Σε γενικό φόντο, όσο ο
χρόνος παρεμβάλλει τα προσκόμματά του, τόσο οι διατηρημένες προσδοκίες
παύουν να εγκαθιδρύουν με δεσπόζουσα υπαιτιότητα τον τέλειο φανταστικό
άνθρωπο, τον ανεξάρτητο από φυσικούς νόμους κι’ ανθρώπινους, που θα
σφηνώσει με την πρώτη του βέβαια κίνηση την αντιλογία στην αφάνεια,
καταδικάζοντάς την. Ο ποιητής όμως έχει να παλαίσει και με την
τυποποίηση στην έκφραση, που βρίσκεται πολύ κοντά στο νόημα και την
ουσία. Μ’ άλλα λόγια, όσο πιο θετική και ξεκάθαρη είναι η γνώμη του πάνω
στο μεγάλο θέμα, τόσο λιγότερα περιθώρια αφήνει για την τυποποίηση, την
επαναληπτική τετριμμένη κι εξαντλημένη έκφραση. Η περίπτωση αυτή, το
πρόβλημα καλύτερα, για τον Καρυωτάκη γίνεται ακόμα πιο φιλοσοφημένο. Γ ί
ν ε τ α ι τ ρ α γ ι κ ό π α ι γ ν ί δ ι. Δανειζόμαστε εδώ την ώριμη
γνώμη του Παναγιωτόπουλου: «Ο Καρυωτάκης, γράφει όσο ξεμακραίνει από την
απαίτηση μιας θετικής αποτίμησης της ζωής, τόσο κερδίζει οριστικότερα
μέσα το νόημα του θεάματος. Και του θεάματος στην πιο ελεεινή και πιο
τραγική του μορφή. Υπάρχει πρόσωπο τραγικώτερο, από τον γελωτοποιό, το
παλιάτσο, τον clown, από τη μηχανική κίνηση, το τυποποιημένο χαμόγελο,
το σπασμό της αγωνίας που μετουσιώνεται σε ξέσπασμα παράφρονης ευθυμίας;
Είναι φοβερό να συλλογιέται κανείς με τι μπορούν να διασκεδάσουν οι
άνθρωποι». Για να μην προχωρήσουμε εμείς, λέμε εδώ συμπληρώνοντας, όπως
οι τελευταίες εκφάνσεις της τέχνης του Καρυωτάκη, και συνέπεια έχουν και
επάρκεια και αλήθεια. Το ξετύλιγμα της εμπειρίας, που υπογραμμίστηκε
διαδοχικά στα τρία βιβλία, τις τρεις προσπάθειες, εκεί που ο αισθητικός
παλεύει με το χλευαστή, ο τεχνίτης με τον άγρυπνο φάρυγγα του κακού
ονείρου, γίνεται πια πλούσιο και μόνιμο εύρημα· και γόνιμο θάλεγα, αν η
θέληση του Καρυωτάκη δεν έπαυε ν’ αντιστέκεται με λύσα στην έμμονη,
ολέθρια ιδέα του θανάτου. Γιατί και πάλι, δεν μπόρεσε ν’ αποσπαστεί από
τον παλιό ρόλο. Μεταφέρουμε χαρακτηριστικές στροφές από το πόνημα: «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» που το σκεπάζει το χώμα του Άδη:
«Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχθούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη;
στους ίσκιους που θα μας υποδεχθούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη;
Αλλά εκεί κάτω τι θα πούμε, πού θα πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλο θα κυττάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες».
Αναγκαστικά ένας τον άλλο θα κυττάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες».
(άπαντα).
Διαφορετικώτερη, μα στα ίδια σχεδόν μέτρα περιεχόμενου η «Αισιοδοξία», ενέχει όλη τη σπουδαιότητα στην παραφροσύνη:
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φθάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Κι ας τραγουδήσουμε — το τραγούδι να μοιάσει
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης
και ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Κι ας τραγουδήσουμε — το τραγούδι να μοιάσει
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης
και ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει
(άπαντα)
(Το χειρόγραφο της «Αισιοδοξίας»)
Κι ας έρθουμε τώρα στο τελευταίο νατουραλιστικό ξέβρασμα: το ποίημα
«Πρέβεζα». Άφοβα μπορούμε να πούμε πως «Το ποίημα τούτο τόγραψε η Μοίρα
με το χέρι της». Είναι το κορύφωμα όλης της δημιουργίας του Κώστα
Καρυωτάκη και το επισφράγισμά της. Ζώντας μέσα στο ζόφο της απόκοσμης
Επαρχίας, τον τόπο με τους συνθλιβόμενους στενούς δρόμους που τους
προσκόλλησαν ονόματα μεγάλα, ο ποιητής με την όραση τη δική του, αυτό
ακριβώς δεν παράβλεψε· και παραμέρισε εντελώς όσα δεν ταίριαζαν στη
διάθεσή του. Ένας ωμός ρεαλισμός, ανάλατος για τους γευστικούς του
κύλυκες, έμεινε η Πρέβεζα. Η επαρχία που τότε δεν έγινε πρωτεύουσα και
βυθίστηκε στη φτώχεια, την ένδεια, τον αποτελματωμένο κάμπο των πλαδαρών
μικροφιλοδοξιών. Οι άνθρωποι με το συνεσταλμένο κρύο βλέμμα,
συνταιριασμένοι με την ήρεμη φύση, οι κόρες σιωπηλές, όπως τις
περιγράφει ο Ουράνης στο μακρόστιχο «Οι νέες των Επαρχιών», οι
ματαιόδοξοι και χαμερπείς, που ούτε με τα φυσικά ούτε με τα αδιάφθορα
μάτια μπορούν να τον γιατρέψουν, άγουν στην αποστροφή και την
ενδοτρέφεια, το σαρκασμό και την αηδία:
«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».
Φτωχό ποσοτικά το μεταφραστικό του έργο μα, με μια λέξη, περίφημο.
Και καθόλου δεν υπερβάλλουμε. Απόδειξη ένα κομμάτι από τη μετάφραση των
«Σκιών» της μεγάλης Γαλλίδας ποιήτριας Κόμησας Ντέ Νοάϊγ, εφάμιλλης προς
τις εμπνεύσεις και την τεχνική του Βερλαίν:
«Φρανσουά Βιγιόν, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες
Πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!»
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες
Πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!»
Η απασχόληση όμως του Καρυωτάκη σ’ όλη του την περίοδο της ακμής, δεν
ήταν να μεταφράζει. Ήταν να μεταφράζεται. Πώς θάλεγε τους θρήνους τους
ξένους, όταν οι δικοί του ήταν θαμμένοι; Κι οι λιγοστές φορές, που
ξέφυγε την επιτήρηση του εαυτού του, ήταν μια θυσία.
Η ΙΙΡΩΤΗ εικοσιπενταετία του αιώνα μας είναι πολύ ανακατεμένη από
άποψη ποιητική. Οι νοτροπίες παίρνουν και δίνουν. Στις πρώτες τους
ρίζες, ο βυρωνισμός, ο λεοπαρδαλισμός, ο λαμαρτινισμός, οι κυριώτερες
μορφές οι αρρωστημένες του ρομαντισμού, επιζούνε χωρίς στηρίγματα πολλά
και καθησυχαστικά. Το είδος τους είναι τέτοιο που δεν έχει απόκριση.
Συνεχίζεται και διασώζεται απαρχής χωρίς να στέκει δημοφιλές. Λίγοι
είναι οι Ναρκισσιστές που το υπερασπίζουν, με φανατικήν αδεξιότητα. Αργά
στην αρχή, με ταχύτητα αφάνταστη κατόπιν, ανθίζει ό συμβολισμός, σε
λίγο. Οι ρίζες εδώ είναι βαθιές κι αμετακίνητες. Η διάδοση εύκολη και
δύσκολη για τους προετοιμασμένους και απροπαρασκεύαστους. Τ’ αυλάκια που
δημιουργεί το ξεχείλισμά του πιάνουν χώρον πολύ. Φτάνουν ως τα
προπύργια της δικής μας αναγέννησης με τις λιγότερες παθολογικές
κρίσεις. Γιατί η Ελλάδα είχε ν’ αντιτάξει το καθαρό εθνικό στοιχείο προς
κάθε τι το ξενικό, κι έμενε βράχος ακλόνητος. Άλλαξε κι αυτή τον πυρήνα
της με μορφές καινούργιες και δοξαστές. Έμενε όμως σ’ αυστηρή επιφυλακή
προς το καινούργιο. Προς ώφελός της, ίσως. Φαναριώτες και Εφτανησιακοί
μισορραγίζουν με την εμφάνιση της Νέας Σχολής της Αθηναϊκής, χωρίς όμως
να μην θεωρούνται υπολογίσιμοι. Με τη νέα κίνηση όμως τα σύνορα της
ποιητικής ιθαγένειας αρχίζουν να χάνονται. Ο Παλαμάς πρώτος μάς διώχνει
προς τα έξω να βρούμε ότι λείπει στο Ελληνικό πεδίο, κι η πρώτη ώθηση
για τη σπουδή των ξένων γιγάντων είναι γεγονός. Κείμενα άγνωστα και
φρεσκογραμμένα φτάνουν μεταφρασμένα στην Ελλάδα. Ένας κόσμος
ανεκμετάλλευτος και ποικιλόμορφος μάς δονεί. Βλέποντας τούτη την
ανωτερότητα, θέλουμε και μεις να τους μιμηθούμε, τους στιχουργούς τους
μεγαλόπνοους της Ευρώπης. Στην προσπάθεια ακριβώς αυτή, καταλαβαίνουμε
σε λίγο πως ήδη τους αγαπήσαμε και ο ζήλος μας να τους μοιάσουμε ολοένα
μεγαλώνει. Μ’ αυτή τη μορφή της συνεργασίας κατορθώνεται η δημιουργία
ενός δεσμού, τέτοιου ώστε, όταν τα χρόνια του Καρυωτάκη αλλάζει η
ποιητική συνήθεια ριζοσπαστικά, εμείς δεχόμαστε σαν καλοί γεωργοί τη
φουσκονεριά τους, τη μπόρα της εξέλιξής τους.
Σε καιρούς άλλους απ’ τους πραγματικούς, ο Καρυωτάκης θα μπορούσε να
γίνει τύπος Βυρωνικός. Και πολύ θα του ταίριαζε ταύτη η προσωνυμία. Όσο
για τους παλιούς δικούς μας έναν θα λέγαμε πως ένοιωσε ο ποιητής: Ό
Δημήτριος Παπαρηγόπουλος, ο αγαπημένος του ποιητής, που του στόλισε τη
φωνή και την έγκλειστη ψυχολογία, μ’ εκείνα τα μελαγχολικά εμβατήρια,
τον έκανε να γευθή το λεπτό άρωμα ενός γνήσιου υποκειμενικού σπαραγμού.
Απ’ αυτόν εδώ πάρθηκαν από τον Καρυωτάκη τα τυπικά χαρακτηριστικά
στοιχεία της ρομαντικής θεωρίας, που απετέλεσαν την αφετηρία μιας νέας
προσωπικής βιοθεωρίας. Οι ομοιότητες γι’ αυτό που υπάρχουν ανάμεσα στην
ποίηση του Παπαρηγόπουλου και του Καρυωτάκη είναι πάρα πολλές, αν
παραλείψουμε το γλωσσικό ιδίωμα του καθένα, που οπωσδήποτε παίζει
σπουδαίο ρόλο στη συγκριτική εργασία.
Δεν θα κάνουμε εμείς σύγκριση. Δύο λόγια μονάχα λέμε, για επιβεβαίωση
όσων πιστέψαμε: Εκλεπτυσμένη αισθητική αγωγή, σπειραχτική ειλικρίνεια με
ευπαθή επιχρίσματα στη θεωρητική κατάρτιση παριστάνουν με έμμετρους
κοπετούς το άπελπι και το μάταιο. Μεταφέρουμε εδώ από τη συλλογή «Οι
ποιηταί» δύο επιγραμματικά τετράστιχα. Το ένα είναι το «Μηδέν»:
Δεν έχει τέλος. Εν αυτώ γεννώνται και περώσι.
«Μηδέν; τί είναι το μηδέν; αρχήν δεν έχει άλλην.
Τούτο υπήρχε προ ήμερων κ’ εις τούτου την αγκάλην
εσχάτην εκφωνών αράν ο κόσμος θα υπνώση».
«Μηδέν; τί είναι το μηδέν; αρχήν δεν έχει άλλην.
Τούτο υπήρχε προ ήμερων κ’ εις τούτου την αγκάλην
εσχάτην εκφωνών αράν ο κόσμος θα υπνώση».
«Θ ν ή σ κ ε ι» προγράφεται τ’ άλλο:
«Τον τάφον του ο άνθρωπος γεννάται όπως σκάψη·
ράπτων το σάβανον αυτού τον βίον αναλίσκει.
Η υπαρξίς του προς στιγμήν επί της γής θ’ αστράψη,
διπλούται εις τον θάνατον και θνήσκει, θνήσκει, θνήσκει.»
ράπτων το σάβανον αυτού τον βίον αναλίσκει.
Η υπαρξίς του προς στιγμήν επί της γής θ’ αστράψη,
διπλούται εις τον θάνατον και θνήσκει, θνήσκει, θνήσκει.»
Ο παράγων καθαρεύουσα είναι κάτι που πρέπει εδώ να θεωρηθεί αποτύπωμα
μιας αδιόρατης προσπάθειας να διασωθούν σ’ όλες τους τις θεμελιακές
αποχρώσεις οι γυμνές αλήθειες. Κι όλη η θεωρία του Καρυωτακισμού, η
σχολή που την καθιέρωσαν, είναι μεστή από μιαν απόγνωση τ’ ανίατο άλγος,
που πουθενά δεν παρατηρήθηκε. Σήμερα λέγοντας τον όρο «Καρυωτακισμό»
επηρεασμένοι καθώς θα είμαστε από τα νέα ποιητικά δεδομένα, που δεν
αποκλείουν την καθαρευουσιάνικη τεχνική, θα συνδέσουμε οπωσδήποτε το
αναντίρρητο με το οξύ κι ακριβό της καθαρεύουσας, όπως αυτή εμφανίζεται
σιγουρεμένη και φρικτή, νοσηρή και γοητευτική. Το αναντίρρητο στο είδος
αυτής της ποίησης πρέπει να ληφθεί σα δόγμα. Ο στίχος, σαν μορφή
τελειότητας, έχει καλύτερη έκφραση. Γράφει ο Τέλλος Άγρας: «Αληθινά,
κάποια μικρή στιχουργική αναγένηση επήγασεν από τον Καρυωτάκη για τους
νεωτέρους του κι ίσως και για μερικούς παλαιοτέρους του». Και καταλήγει:
τ’ Άλλ’ ο στίχος του εκτός από την ποικιλία παίρνει στα χέρια του
Καρυωτάκη νεύρα και ευρωστεία· πατά στερεά, στερεώτερα τελειώνει. Αυτό
είναι το μυστικό του. Και η γοητεία του — συμπληρώνουμε εμείς — η
αναντίγραφη. Σχόλια πολλά έγιναν για το «κίνημα» του Καρυωτάκη, όπως
ονόμασαν τη σχολή του. Οι γνώμες που διασταυρώθηκαν είναι σχεδόν
ταυτόσημες, χωρίς να λείπουν κι οι εξαιρέσεις. Οι περισσότεροι μελετητές
λένε ότι ουσιαστικά δ ε ν ε ί ν α ι σ χ ο λ ή η μια νοοτροπία ατομική,
χωρίς συνέχεια». Θα πρέπει να γνωρίσουν ότι κάνουν μεγάλο λάθος,
σκεφτόμενοι πως ο Καρυωτάκης, ο ποιητής Καρυωτάκης, ή τ α ν μια
τελεσίδικη φυσιογνωμία που χάθηκε. Αυτός ο «εξόριστος της
πραγματικότητος», ο αυτοτιμωρούμενος κι αυτοελεγχόμενος δράστης, ανέβηκε
ηγετικά σε μια σφαίρα που δεν επηρεάζουν πια οι συρμοί, κι ανέπαφος από
το χρόνο και τους ανθρώπους, εξακολουθεί να διαφαίνεται, όπως τον
έντυσε το Έ ρ γ ο του.
Η Nelly Sachs (Βραβείο Νόμπελ 1966) λέει τούτα τα λόγια, που πολύ θα ταίριαζαν στο πρόσωπο του ποιητή μας:
«Ποιος κράζει;
Η δική σου φωνή:
Ποιος αποκρίνεται;
Ο θάνατος:
Η δική σου φωνή:
Ποιος αποκρίνεται;
Ο θάνατος:
Αυτό τι είναι;
Η στιγμή της εγκατάλειψης
απ’ όπου εξαφανίστη ο χρόνος
νεκρός από αιωνιότητα
Η στιγμή της εγκατάλειψης
απ’ όπου εξαφανίστη ο χρόνος
νεκρός από αιωνιότητα
(Ποιός κράζει;)
Σαν αρχηγός ποιητικού ρεύματος θα διασώζεται στις μνήμες των
καινούργιων ανθρώπων o Κώστας Καρυωτάκης. Τον αρχηγόν αυτό συνέστησαν
όλα εκείνα τα προτερήματα τα σπάνια, και τα ελαττώματα μαζί τ’
ανθρώπινα, που κανενός άλλου δεν ανήκουν. Ο Καρυωτάκης, για να
μεταχειριστούμε τη φράση του Σέλλεϋ, ήταν ένας «Νέος ορφέας που ψάλλει
ακόμα κι αγαπάει και κλαίει και πεθαίνει». Κι ο Έμερσον γράφει: «Κόψτε
δάση από δάφνες και φέρτε τες, με των ανθρώπων τα δάκρυα, προς εκείνους
που γενναία της αντιστάθηκαν της γνώμης του κόσμου γύρω τους. Βέβαια, ο
άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το
ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας
χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια
ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση
χάνονται. Τα διανοητικά αποβλαστήματα όμως μένουν και με το χρόνο
μεγαλώνουν και αποκτούν κύρος αδιάβλητο. Ο άνθρωπος Καρυωτάκης
αντιστρατεύθηκε στο αίτημα της ζωής και κρίνεται «έξω» απ’ την άρρωστη
φύση του. Ο ποιητής όμως με το γλυκό και λυπητηρό τραγούδι, που
ζεσταίνει τον ανθρώπινο αποτροπιασμό και χλιαίνει τον πόνο, ο ποιητής με
την ευαίσθητη καρδιά, που κατόρθωσε να υποτάξει την ανθρώπινη
τραγικότητα στο νόημα της ψηλής Τέχνης και βάσταξε το πάθος και τον
τρυφερό αισθησιασμό στους νόμους της σοβαρότητας και της καθαρής
ποιητικής συνείδησης, πρέπει να έχει και την ειλικρίνειά μας μαζί του.
Και τη συμπάθεια. Όχι δίπλα στο εσωτερικό δράμα που πέρασε, το μίσος
μας. Μα την αγάπη μας.
Αφήνοντας άπειρες ευχαριστίες σ’ όσους μας άκουσαν, κλείνουμε το φτωχό
λόγο με τούτη την ελπιδοφόρα σκέψη: Πως, για μας, ο ποιητής και ο
άνθρωπος μαζί, ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι αχώριστοι: Γιατί κι εμείς,
τώρα που τον κρίναμε σκεφτήκαμε, όσο μπορέσαμε, σαν άνθρωποι και σαν
ποιητές, που ουσιαστικά δεν κρίναμε, μα καταλάβαμε. Κι αυτή θάναι μια
ικανοποίηση, δίπλα στην παρουσία σας.
Π ά ρ γ α 22 - 1 - 1967
Ψηφιακή μεταγραφή ειδικά για το «Ποιείν»: Στρ. Μάστρας
ΠΗΓΗ: http://www.poiein.gr/archives/17861/index.html ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου