Photo: Panayiotis Tzamaros / Fosphotos.com
Πριν
από σαράντα μέρες βρέθηκα στη Βωβούσα, ένα ορεινό χωριό δασεργατών
βορειοανατολικά των Ιωαννίνων, όπου κατοικούν δυο χούφτες άνθρωποι. Η
περιοχή, που ανήκει στον εθνικό δρυμό της Βόρειας Πίνδου, φημίζεται
κυρίως για τις άγριες πέστροφες του Αώου. Το σούρουπο λοιπόν αναζητήσαμε
φαγητό σ’ ένα πολυχώρο (καφενείο-εστιατόριο-χαρτοπαιχτική λέσχη)
ακριβώς πάνω στην όχθη του ποταμού. Το μεν σκηνικό ειδυλλιακό, με το
πορτοκαλοκίτρινο φως να αγκαλιάζει το τοξωτό γεφύρι του οικισμού, ο δε
λογαριασμός σκοτεινός. Εκτός από την πέστροφα, που ήταν άψητη και
ιχθυοτροφείου, πληρώσαμε ένα καραφάκι ούζο 9,5 ευρώ, τη στιγμή που η
μέση τιμή του στις ακριβές ψαροταβέρνες είναι 7. Όταν απευθυνθήκαμε στον
ιδιοκτήτη για την παράλογη χρέωση, μας απάντησε φανερά εκνευρισμένος,
και προσβεβλημένος από την ερώτησή μας, πως «έξι το αγοράζω, πόσο ήθελες
δηλαδή να στο πουλήσω;».
Είναι εξοργιστικό να νιώθεις ότι σε κλέβουν και ταυτόχρονα να σε ειρωνεύονται. Εκείνο το βράδυ, σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο για αυτή τη βαθιά εμποτισμένη νοοτροπία της αισχροκέρδειας, η οποία συνήθως εμφανίζεται αγκαζέ με τον επαρχιώτικο τσαμπουκά που επέδειξε ο βουνίσιος επιχειρηματίας. Όμως, ο φωτογράφος που συνεργάζομαι είχε αντίθετη άποψη και προσπάθησε να με πιάσει στο φιλότιμο. «Έλα, μωρέ, άσε ήσυχο τον ανθρωπάκο, δυο μήνες έχει κι αυτός να δουλέψει για να ζήσει. Με τα τρία ευρώ που σου χρέωσε παραπάνω θα μπεις μέσα;». Παρότι η φιλανθρωπική προσέγγιση της απατεωνιάς μου πυρπόλησε τα μηνίγγια, καθώς όσο θυμόμουν το προκλητικό θράσος του καταστηματάρχη φούντωνα ακόμη περισσότερο, δεν ασχολήθηκα με το θέμα.
Πού να φανταζόμουν ότι τρεις βδομάδες αργότερα θα συναντούσα δεκάδες τέτοιους «ανθρωπάκους» στην Ελαφόνησο. Για αυτό το «κατά τύχη» νησί, που αν συνέχιζε η ξηρά για μερικά μέτρα θα αποτελούσε συνέχεια της ηπειρωτικής Λακωνίας, είχα ακούσει ότι διαθέτει μια παραλία χολιγουντιανής ομορφιάς. Πράγματι, ο ξακουστός Σίμος είναι ένας τεράστιος αμμώδης κόλπος με διάφανα νερά, τα οποία αλλάζουν χρώματα ανάλογα τη θέση του ήλιου. Αξίζει να κάνετε μια βουτιά, αλλά μόνο αυτό. Το υπόλοιπο νησί είναι βγαλμένο από τον τουριστικό οδηγό της κόλασης. Παραπαίοντα καταλύματα, δίχως άδεια του Ε.Ο.Τ, που χρεώνουν πενήντα ευρώ τη βραδιά, ενώ αξίζουν για δεκαπέντε. Με τις γαριασμένες πετσέτες τους κάνεις απολέπιση σώματος και με το κλιματιστικό τους πεθαίνεις από λοίμωξη του αναπνευστικού. Ψαροταβέρνες που σερβίρουν κατεψυγμένα χταπόδια και μίνι μάρκετ που στα προϊόντα τους δεν αναγράφονται οι τιμές, για να τα αγοράζεις όσο κρίνει ο μαγαζάτορας. Εν ολίγοις, η εικόνα μιας χώρας που αρνείσαι να πιστέψεις ότι υπάρχει.
Η Ελλάδα που σιχαίνομαι είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Έχει σήμα κατατεθέν τα «ρουμς του λετ», που φέρουν γυναικεία ονόματα κομμωτηρίου γραμμένα στα αγγλικά, και τους πλαστικοποιημένους καφέ τιμοκαταλόγους, που περιέχουν από κόκορα κρασάτο μέχρι αστακομακαρονάδα. Εκπροσωπείται αυθεντικά από τους ανθρώπους της κουτοπονηριάς, που επιδιώκουν να δείχνουν αξιολύπητοι για να τους συμπονάς. Φορούν πλαστική παντόφλα με σκρατς, μυρίζουν τζατζίκι, έχουν λιγδωμένο μέτωπο και τα μάτια τους έχουν αλλοιωθεί τόσο πολύ από την εμμονή του χρήματος, που περνούν τους Έλληνες για ξένους τουρίστες. Η Ελλάδα που σιχαίνομαι είναι ένα κράμα παρανομίας, επιτηδευμένης κακομοιριάς και προχειροδουλειάς, η οποία επιβιώνει εξαιτίας του «έλα, μωρέ».
Το να γκρεμίσεις τα σύμβολά της είναι μη ρεαλιστικό, μιας και οι αστραφτερές παραλίες σαν το Σίμο θα γεμίσουν με τα μπάζα των ενοικιαζόμενων δωματίων. Ωστόσο, μπορείς με συστηματικούς ελέγχους, κι όχι με κινήσεις εντυπωσιασμού (βλέπε ΣΔΟΕ στη Χαλκιδική), να σπάσεις το καρτέλ απατεωνιάς των εκπροσώπων της, ξεκινώντας από την αυστηρή αδειοδότηση των καταλυμάτων και την αξιολόγησή τους. Γιατί αυτό που λείπει περισσότερο από την Ελλάδα που σιχαίνομαι δεν είναι η αισθητική, αλλά η τιμιότητα.
ΠΗΓΗ
Είναι εξοργιστικό να νιώθεις ότι σε κλέβουν και ταυτόχρονα να σε ειρωνεύονται. Εκείνο το βράδυ, σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο για αυτή τη βαθιά εμποτισμένη νοοτροπία της αισχροκέρδειας, η οποία συνήθως εμφανίζεται αγκαζέ με τον επαρχιώτικο τσαμπουκά που επέδειξε ο βουνίσιος επιχειρηματίας. Όμως, ο φωτογράφος που συνεργάζομαι είχε αντίθετη άποψη και προσπάθησε να με πιάσει στο φιλότιμο. «Έλα, μωρέ, άσε ήσυχο τον ανθρωπάκο, δυο μήνες έχει κι αυτός να δουλέψει για να ζήσει. Με τα τρία ευρώ που σου χρέωσε παραπάνω θα μπεις μέσα;». Παρότι η φιλανθρωπική προσέγγιση της απατεωνιάς μου πυρπόλησε τα μηνίγγια, καθώς όσο θυμόμουν το προκλητικό θράσος του καταστηματάρχη φούντωνα ακόμη περισσότερο, δεν ασχολήθηκα με το θέμα.
Πού να φανταζόμουν ότι τρεις βδομάδες αργότερα θα συναντούσα δεκάδες τέτοιους «ανθρωπάκους» στην Ελαφόνησο. Για αυτό το «κατά τύχη» νησί, που αν συνέχιζε η ξηρά για μερικά μέτρα θα αποτελούσε συνέχεια της ηπειρωτικής Λακωνίας, είχα ακούσει ότι διαθέτει μια παραλία χολιγουντιανής ομορφιάς. Πράγματι, ο ξακουστός Σίμος είναι ένας τεράστιος αμμώδης κόλπος με διάφανα νερά, τα οποία αλλάζουν χρώματα ανάλογα τη θέση του ήλιου. Αξίζει να κάνετε μια βουτιά, αλλά μόνο αυτό. Το υπόλοιπο νησί είναι βγαλμένο από τον τουριστικό οδηγό της κόλασης. Παραπαίοντα καταλύματα, δίχως άδεια του Ε.Ο.Τ, που χρεώνουν πενήντα ευρώ τη βραδιά, ενώ αξίζουν για δεκαπέντε. Με τις γαριασμένες πετσέτες τους κάνεις απολέπιση σώματος και με το κλιματιστικό τους πεθαίνεις από λοίμωξη του αναπνευστικού. Ψαροταβέρνες που σερβίρουν κατεψυγμένα χταπόδια και μίνι μάρκετ που στα προϊόντα τους δεν αναγράφονται οι τιμές, για να τα αγοράζεις όσο κρίνει ο μαγαζάτορας. Εν ολίγοις, η εικόνα μιας χώρας που αρνείσαι να πιστέψεις ότι υπάρχει.
Η Ελλάδα που σιχαίνομαι είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Έχει σήμα κατατεθέν τα «ρουμς του λετ», που φέρουν γυναικεία ονόματα κομμωτηρίου γραμμένα στα αγγλικά, και τους πλαστικοποιημένους καφέ τιμοκαταλόγους, που περιέχουν από κόκορα κρασάτο μέχρι αστακομακαρονάδα. Εκπροσωπείται αυθεντικά από τους ανθρώπους της κουτοπονηριάς, που επιδιώκουν να δείχνουν αξιολύπητοι για να τους συμπονάς. Φορούν πλαστική παντόφλα με σκρατς, μυρίζουν τζατζίκι, έχουν λιγδωμένο μέτωπο και τα μάτια τους έχουν αλλοιωθεί τόσο πολύ από την εμμονή του χρήματος, που περνούν τους Έλληνες για ξένους τουρίστες. Η Ελλάδα που σιχαίνομαι είναι ένα κράμα παρανομίας, επιτηδευμένης κακομοιριάς και προχειροδουλειάς, η οποία επιβιώνει εξαιτίας του «έλα, μωρέ».
Το να γκρεμίσεις τα σύμβολά της είναι μη ρεαλιστικό, μιας και οι αστραφτερές παραλίες σαν το Σίμο θα γεμίσουν με τα μπάζα των ενοικιαζόμενων δωματίων. Ωστόσο, μπορείς με συστηματικούς ελέγχους, κι όχι με κινήσεις εντυπωσιασμού (βλέπε ΣΔΟΕ στη Χαλκιδική), να σπάσεις το καρτέλ απατεωνιάς των εκπροσώπων της, ξεκινώντας από την αυστηρή αδειοδότηση των καταλυμάτων και την αξιολόγησή τους. Γιατί αυτό που λείπει περισσότερο από την Ελλάδα που σιχαίνομαι δεν είναι η αισθητική, αλλά η τιμιότητα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου