Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Αύγουστος Ψεύτης


summer
Εκμεταλλεύομαι συχνά το ότι έχω κοντά μου τη θάλασσα. 
Όχι τόσο για τα ξέφρενα τα καλοκαίρια αλλά κυρίως για τους χειμώνες. Τότε που όλοι έχουν φύγει και η βοή του κόσμου έχει καταλαγιάσει για τα καλά. Λατρεύω να πηγαίνω και να βαδίζω στην κρύα άμμο, καθώς απολαμβάνω το αποκλειστικό μου προνόμιο να συνομιλώ με τη φύση, έτσι όπως τη νιώθω εντός μου την ώρα που ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά και τα ρούχα μου προς τα πίσω και με φυσάει και αντιστέκομαι, ενώ περπατάω με τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες και μοιάζω με κατάρτι από μακριά που διασχίζει το πέλαγος. Κάθομαι και μετράω στα βότσαλα τα χρόνια που ‘φύγαν, τα καλοκαίρια ένα προς ένα που περάσαν, διαλέγω ποια ήταν τα καλύτερά μου και τα υπόλοιπα τα πετάω πάνω στο νερό της θάλασσας, ρίχνοντάς τα στριφογυριστά, για να σκάσουν τρεις και τέσσερις και πέντε φορές πριν βουλιάξουν στο βυθό, όπως όλες εκείνες οι αναμνήσεις που, όσο και αν το προσπάθησαν, βυθιστήκαν στο χθες. Θα διασχίσω όλη την παραλία, από τη μια άκρη ως την άλλη, βάζοντας από εδώ και από εκεί και λίγο παρακάτω όλα όσα γίνανε πάνω σε τούτη την αμμουδιά από τότε που ήμουνα παιδάκι μέχρι τώρα που μεγάλωσα. Θα περάσω έξω από τα ταμπουρωμένα μαγαζιά με τα ζωγραφισμένα κοκτέιλ πάνω στους ξύλινους τους τοίχους, θα σκοντάψω στις αλυσοδεμένες τις ξαπλώστρες, θα γράψω ονόματα στην άμμο και καρδιές μεγάλες και μετά θα πάρω φόρα, θα τρέξω και θα κυληθώ πάνω τους και θα τα σβήσω πάλι όλα, έτσι όπως θα κυλιέμαι. Θα μείνω έτσι, ξαπλωμένος, με το βλέμμα να χάνεται στον απέραντο ουρανό, καθώς αποκοιμιέμαι από το νανούρισμα του φλοίσβου. Θα ‘μαι λες και με ξέβρασε το κύμα.


Και ξάφνου νιώθω το στήθος μου να χτυπά δυνατά, τόσο, που ανεβοκατεβαίνει μαζί με το υπόλοιπο το σώμα μου πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Είμαι ακόμα ξαπλωμένος κι όπως ανοίγω τα μάτια βλέπω θολά γύρω μου δεκάδες πόδια γυμνά και πρόσωπα χαμογελαστά και αγκαλιές που χοροπηδάνε. Μάλλον ήπια τόσο πολύ που μέθυσα και σωριάστηκα στο έδαφος. Πρέπει να κρατάει για ώρες αυτό το ξέφρενο πάρτι γιατί είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και τα ρούχα μου είναι σχεδόν σχισμένα. Ένα χέρι με σηκώνει στοργικά και με παίρνει μαζί του μέσα στο χορό και πάλι. Μάλλον είναι κάποιος φίλος καλός, δεν ξέρω, το νιώθω μέσα στην καρδιά μου, έτσι όπως κάνουμε κύκλους και άλλες χαζές χορογραφίες και γελάμε και δείχνουμε ο ένας τον άλλο συνέχεια. Χανόμαστε στο πλήθος, καθώς χώνουμε τα ακροδάκτυλά μας στην άμμο μέσα και δεν ακούμε τίποτε άλλο παρά δυνατή μουσική και γέλια ανθρώπινα και ρεφρέν τραγουδιστά συγχρονισμένα. Αρπάζει ένα μπουκάλι με βότκα καλοκαιρινή και το αδειάζει πάνω στο κεφάλι του, τι κάνεις ρε τρελέ, έλα ρε ξεκόλλα, μια ζωή θα έχουμε να τα θυμόμαστε όλα αυτά, έλα, πάμε ακόμα μια γύρα, να πιούμε στην υγειά της φιλίας μας ρε, με εσένα, μαλάκα μου, βιώνω τον καλύτερο Αύγουστο της ζωής μου, θα είμαι για ‘σένα εδώ, όποτε θελήσεις, να το θυμάσαι. Κι ύστερα έρχονται δίπλα μας και μας αγκαλιάζουν κι άλλοι φίλοι, πολλοί, και κάνουμε έναν κύκλο και χανόμαστε μέσα σε ήχους και ζαλάδες και γδέρνουμε τα δέρματά μας και παίρνουμε το αίμα μας και το ενώνουμε μεταξύ μας και λέμε ότι αυτή η φιλία είναι αδελφική και δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Ό,τι κι αν γίνει. Έλα, χόρεψε μαζί μας. Ό,τι κι αν γίνει.

Το βλέμμα φεύγει, χάνεται και τρέχει με ταχύτητα ιλιγγιώδη και διαπερνά πρόσωπα και καταλήγει και σταθεροποιείται απότομα πάνω σε δυο ματάκια που με κοιτάνε χαμογελαστά και μου κάνουν νάζια και νεύματα. Πάω προς τα εκεί σχεδόν πετώντας, το στομάχι μου είναι λες και έχει γεμίσει εκατομμύρια πεταλούδες. Σε βλέπω να λικνίζεσαι αργά, καθώς το σώμα σου παίρνει τέτοια κλίση που με προσκαλεί να το πλησιάσω. Είσαι μια φιγούρα που φωτίζει τη νύχτα, καθώς κάνεις σχήματα με τη μαυρισμένη γυαλάδα του ιδρωμένου σου κορμιού που το ζωγράφισε ο αυγουστιάτικος ο ήλιος. Σε αγγίζω και σε μυρίζω και σε αισθάνομαι, καθώς τα χέρια σου κλειδώνουν πίσω από το σβέρκο μου και σε κάνω σβούρες και σε σφίγγω στη μέση και σου ψιθυρίζω στίχους στο αυτί και εσύ γελάς, γελάς και με φιλάς και νιώθω ότι ψηλαφίζω ένα αστέρι που κατέβηκε στη γη, το σύμπαν όλο νιώθω μέσα στα χείλη σου. Απομακρυνόμαστε χορεύοντας και με πας παραπέρα και νιώθω ότι έγινες ωκεανός που με πήρε και με σήκωσε, καθώς ερωτευόμαστε και οι ανάσες μπερδεύονται με τα κύματα και το αλάτι του κορμιού σου είναι βγαλμένο από την αλμύρα της θάλασσας. Κράτα αυτή τη στιγμή, σε ικετεύω, να μη φύγει ποτέ από μέσα μας, να μη φύγεις ποτέ από μέσα μου, για πάντα θα είσαι τα πάντα, δεν έζησα τίποτα πριν από σένα, νόμιζα ότι είχα ζήσει, γεννήθηκα όταν σε γνώρισα, ναι, τότε γεννήθηκα, σσσσ, μη μιλάς άλλο, πάρε με αγκαλιά, να δούμε την ανατολή αμίλητοι, μα εγώ έχω τόσα να σου πω, ότι πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο, ότι η απόσταση δεν θα χαλάσει τη μαγεία που νιώθουμε τώρα. Ότι με ένα μαγικό τρόπο, βλέπω την ανατολή ν΄ανατέλει μέσα στα μάτια σου. Σσσσ. Κοίτα με.

Λίγο αργότερα, στρέφω το πρόσωπο προς τον παραλιακό δρόμο, τώρα που οικογένειες περπατάνε ρυθμικά πάνω στην πύρινη την άσφαλτο, τώρα που δεκάδες κατεβαίνουν οι ξενιτεμένοι συγχωριανοί για το κυριακάτικό τους μπάνιο. Πρόσωπα γνωστά, αγαπημένα, που λείπουν το χειμώνα στις πόλεις τις μεγάλες και βρίσκουν κάθε Αύγουστο αφορμή για να έρθουν για λίγες μέρες και πάλι στα χωριά τους, που τώρα σφύζουν από ζωή με τις πλατείες γεμάτες και τις πόρτες όλες ανοιχτές με παιδιά που γεννηθήκανε εδώ αλλά μεγαλώνουνε αλλού. Όλοι διαλέγουν τη μεριά τους για να απολαύσουν μια βουτιά σήμερα που ο καύσωνας λιώνει την άμμο. Όλοι καλοσυνάτοι, χαλαροί, μακριά από το άγχος της δουλειάς τους, αδειούχοι, με χέρια γεμάτα, με χαιρετούν και μου τσιμπάνε το μάγουλο, καθώς με αγκαλιάζουνε σφιχτά και έχουν από μια διαπίστωση να μου κάνουν διαφορετική. Πως μεγάλωσες βρε, πως περνάς, εσύ είσαι καλά, έχεις τη θάλασσα δίπλα σου, μη μιλάς εσύ, είσαι τυχερός εσύ, εμείς αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω θα το κάναμε, αλλά, δεν πειράζει, ας μην λέμε πάλι για όλα αυτά, εσύ, εσύ τι κάνεις, μεγάλωσες. Και πιάνουμε συζητήσεις και τους λέω ανέκδοτα και γελάμε και αναλύουμε τον κόσμο και τα φαινόμενα και λέμε για την περιοχή μας και για όλα αυτά που δεν έγιναν και που πρέπει κάποια στιγμή να γίνουν και για το βάρος που πέφτει στη γενιά μας και ανάβουμε φωτιές στην άμμο και ψήνουμε και τρώμε όλοι παρέα και παίρνουμε μια κιθάρα και τραγουδάμε γέρνοντας ο ένας στον ώμο του άλλου, λέμε τραγούδια παλιά και αγαπημένα, για τις χαμένες πατρίδες, τις ανόητες αγάπες, τα ανόητα φιλιά, για λόγια, λόγια, λόγια. Λόγια ψεύτικα.

Σα να συννέφιασε απότομα. Θα ακολουθήσει μάλλον κανένα από εκείνα τα αυγουστιάτικα μπουρίνια που εμφανίζονται στα ξαφνικά και δροσίζουν την ηλεκτρισμένη την ατμόσφαιρα, υπενθυμίζοντας ότι οι εποχές εναλλάσσονται και ότι όλα τα ωραία τελειώνουν και αρχίζουν και τελειώνουν πάλι από την αρχή. Νιώθω έναν περίεργο κόμπο στο στομάχι, δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται πολύ γνώριμη αυτή η αίσθηση. Και ολοένα δυναμώνει αυτός ο κόμπος και με σφίγγει και πηγαινοέρχεται και πάει προς το λαιμό και από εκεί πάει και κάθεται πίσω από τα μάτια. Και έτσι όπως δυναμώνει δεν αντέχεται και λίγο-λίγο λύνεται και γίνεται μαντίλι στο χέρι μου, που τη μια αποχαιρετάει και την άλλη σκουπίζει δάκρυα και σταγόνες στο ιδρωμένο μου μέτωπο από την πολλή τη ζέστη και την πολλή τη νοσταλγία, την ώρα που πρόσωπα φεύγουν και με αφήνουν πίσω, έτσι όπως ξεθωριάζουν και χάνονται μέσα στο πέλαγος και γίνονται ένα με τα κάγκελα του καραβιού που κουβαλάει πάνω του όλα μου τα καλοκαίρια, τα απελπισμένα φιλιά, τους πρόσκαιρους έρωτες, τους φίλους που δεν θα μπορέσουν να είναι πλάι μου όταν θα κάνει κρύο, τους συγγενείς, τα ξαδέρφια τα συνομήλικα, τον κάθε κατεργάρη Αύγουστο που πάντα με ξεγελάει ότι τάχα η καθημερινότητά μου είναι βουτιές και ματιές και χαμόγελα μέσα στο βυθό και μετρημένα παγωτά, αγκαλιές σφιχτές που σε λιώνουν, νύχτες αξημέρωτες, μέρες που νυχτώνουν πάντοτε αργά. Και ανοίγουν οι ουρανοί. Και ξεσπάει καταιγίδα. Η πρώτη του Σεπτέμβρη. Και με κάνει μούσκεμα. Και ξυπνάω. Είμαι ακόμα εδώ. Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Με την ψυχή μου, λιωμένο παγωτό.
Κολλάει στο χέρι.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου