Όπως έχει παγίως κριθεί, κατά την έννοια του άρθρου 188 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Β.Π.Ν. (Δ΄ 580), όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 του ν. 3010/2002 (Α΄ 91), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 153 και 349 του Κ.Β.Π.Ν., τα ρέματα, διά των οποίων συντελείται η απορροή των πλεοναζόντων υδάτων, αποτελούν επιπλέον φυσικούς αεραγωγούς και με τη χλωρίδα και την πανίδα τους συνιστούν ιδιαίτερα οικοσυστήματα.
Για τους λόγους αυτούς έχουν ζωτική σημασία για το προστατευόμενο από το αρ. 24 του Συντάγματος οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, ιδίως μάλιστα αυτά που διασχίζουν οικισμούς, και προστατεύονται καθ’ όλη τους την έκταση και ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους, ώστε να διατηρείται η φυσική τους κατάσταση και να 361Β/0101/ΕΔ/5-1-11 17 από 43 διασφαλίζεται η επιτελούμενη από αυτά λειτουργία της απορροής των υδάτων (Σ.τ.Ε. 319/2002, 2669/2001, 2656/1999, κ.ά., Π.Ε. Ολομ. 262/2003). Το Κράτος υποχρεούται να διατηρεί τα πάσης φύσεως υδατορέματα στη φυσική τους κατάσταση προς διασφάλιση της λειτουργίας τους ως οικοσυστημάτων, επιτρεπομένης μόνο της εκτέλεσης των απολύτως αναγκαίων τεχνικών έργων διευθέτησης της κοίτης και των πρανών τους προς διασφάλιση της ελεύθερης ροής των υδάτων, αποκλειόμενης δε κάθε άλλης αλλοίωσης της φυσικής τους καταστάσεως (Σ.τ.Ε. 2873/2004, 2215/2002). Η ένταξή τους σε πολεοδομική ρύθμιση είναι επιτρεπτή μόνο όταν τούτο επιβάλλουν οι ανάγκες ενός ευρύτερου πολεοδομικού σχεδιασμού και μόνο εφόσον διασφαλίζεται η επιτέλεση της φυσικής τους λειτουργίας. Πρωταρχικός όρος για την ένταξη των ρεμάτων σε πολεοδομική ρύθμιση είναι η προηγούμενη αποτύπωσή τους και ο καθορισμός της οριογραμμής τους. Η οριοθέτηση γίνεται επί τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος αποτύπωση του ρέματος σε κατάλληλη κλίμακα, κατόπιν ειδικής μελέτης, (τεχνική έκθεση κατά το αρ. 5 ν. 3010/2002), υδρογεωλογικής και υδραυλικής, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τη λειτουργία του ρέματος ως οικοσυστήματος. Σε καμιά περίπτωση η αποτύπωση αυτή δεν αφορά μόνο στην πραγματική κατάσταση της κοίτης, η οποία έχει ενδεχομένως διαμορφωθεί και από αυθαίρετες επιχώσεις ή άλλες επεμβάσεις. Η οριοθέτηση γίνεται κατ’ αρχήν για το σύνολο του υδατορέματος. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατό να γίνει τμηματική οριοθέτηση εφόσον τούτο δικαιολογείται για ειδικούς λόγους, όπως όταν το υπόλοιπο τμήμα του ρέματος έχει ήδη ενταχθεί σε ρυμοτομικό σχέδιο, και εφόσον στις οικείες μελέτες έχουν ληφθεί υπόψη στοιχεία που αφορούν το σύνολο του ρέματος. Τέλος, η έκταση, την οποία καταλαμβάνει το ρέμα δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίζεται ως χώρος οικοδομήσιμος ή προοριζόμενος για την ανέγερση κοινωφελών κτιρίων, αλλά αποκλειστικά ως κοινόχρηστος χώρος (Σ.τ.Ε. 2656/1999, 4654/1996). … Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλεται να γίνονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος και οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3044/2002 (Α΄ 197), με τις οποίες οι ρυθμίσεις αυτές ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις. Ο κανόνας αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, αλλά και τις ατομικές, διότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει αρρήκτως αυτές τις κατηγορίες πράξεων (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3661/2005). Εξάλλου, όπως έχει ομοίως κριθεί, κατά την έννοια των άρθρων 43 παρ. 2, 24 παρ. 1, 2 και 101 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, η οριοθέτηση υδατορεμάτων, τα οποία βρίσκονται σε οικισμούς ή περιοχές (εντός ή εκτός σχεδίου), που λόγω του χαρακτήρα τους χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, (αρχαιολογικοί χώροι, αρχιτεκτονικά ή παραδοσιακά σύνολα, παραδοσιακοί οικισμοί, παραλιακές περιοχές, τουριστικοί τόποι, δάση, τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ευαίσθητα οικοσυστήματα, περιοχές 361Β/0101/ΕΔ/5-1-11 18 από 43 ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, περιοχές υπαγόμενες σε ειδικό καθεστώς προστασίας κ.λπ.) δεν επιτρέπεται να ανατεθεί σε άλλο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανο της εκτελεστικής εξουσίας. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β΄ του ν. 3010/2002, κατά το μέρος που αναθέτουν την επικύρωση οριοθέτησης ρεμάτων που εμπίπτουν σε οικισμούς της παραπάνω κατηγορίας στον Υπουργό ή Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, είναι αντίθετες προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος (Π.Ε. Ολομ. 262/2003.)» (Απόφαση Σ.τ.Ε. 3849/2006 κ.α.) και, « Όπως έχει κριθεί, τα ρέματα, δηλαδή οι πτυχώσεις του εδάφους δια των οποίων συντελείται, κυρίως, η απορροή των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς προς τη θάλασσα και οι οποίες αποτελούν επιπλέον φυσικούς αεραγωγούς, με την χλωρίδα και την πανίδα τους συνιστούν οικοσυστήματα που έχουν ζωτική σημασία για την ισορροπία του περιβάλλοντος, ιδίως μάλιστα αυτά που διασχίζουν οικισμού. Ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, προστατεύονται, καθ’ όλη τους την έκταση και αδιαφόρως των διαστάσεών τους, από το άρθρο 24 του Συντάγματος και από την οικεία νομοθεσία, η οποία αποβλέπει στη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης, ώστε να διασφαλισθεί η επιτελούμενη από αυτά λειτουργία της απορροής των υδάτων, καθώς και ο χαρακτήρας τους ως οικοσυστημάτων, επιτρεπόμενης μόνο της εκτέλεσης των απολύτως αναγκαίων τεχνικών έργων διευθέτησης της κοίτης και ων πρανών τους, για την εξασφάλιση της ελεύθερης ροής των υδάτων, και αποκλειόμενης, καταρχήν, κάθε άλλης αλλοίωσης της φυσικής τους κατάστασης, με επίχωση ή κάλυψη της κοίτης τους ή τεχνική επέμβαση στα σημεία διακλάδωσής τους (Π.Ε. 275/2007 αυξ., Σ.Ε. 3849/2006, 7μ., 3430/2006, 2890/2006, 1644/2006, 2873/2004, 2215/2002, 2669/2001, 2656/1999, 4728/1997, 5930/1996, Σ.Ε. 1801/1995, Π.Ε. 551/2001, 184/2003, 282/2003 κ.α.). Περαιτέρω, προκειμένου να λάβουν χώρα οι τυχόν επιτρεπόμενες από ειδικές διατάξεις επεμβάσεις στα υδατορέματα ή και πλησίον αυτών, απαιτείται η προηγούμενη οριοθέτησή τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 880/1976, όπως, ήδη, ισχύει (βλ. 2890/2006, 1644/2006, 2873/2004, 2215/2002, 2669/2001 κ.α.)
ΚΤΙΡΙΟΔΟΜΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (άρθρο 6)