(...)
Δεν έτυχε ποτέ να πάω για μπάνιο σε κάποια παραλία κάποιου νησιού.
Δηλαδή έφτασα εκεί, έκανα βουτιά στο νερό, ξάπλωσα στην αμμουδιά και στα
βότσαλα. Αλλά δεν έτυχε ποτέ να πάω στ’ αλήθεια σε κάποια παραλία
κάποιου νησιού. Δεν έτυχε να δω τα νησιά της Μεσογείου, να πιάσω στη
χούφτα μου ψιλή άμμο και να κοιμηθώ κάτω από τα αρμυρίκια.
Κάθε καλοκαίρι έπαιρνα άδεια από τη δουλειά μου, έμπαινα στον
ηλεκτρικό, έφτανα στον Πειραιά, έμπαινα σε κάποιο πλοίο, έφτανα σε
κάποιο νησί, νοίκιαζα αμάξι, νοίκιαζα δωμάτιο ή έστηνα σκηνή, ξάπλωνα
στην ξαπλώστρα, πλήρωνα την ξαπλώστρα, έπινα καφέ στην καφέ, πλήρωνα τον
καφέ, έτρωγα στο εστιατόριο, κοιμόμουν στο δωμάτιο ή τη σκηνή, διάβαζα
το καλοκαιρινό βιβλίο, έπινα το καλοκαιρινό ποτό, έτρωγα κάτι πριν
κοιμηθώ, χάζευα τη θέα απ’ το μπαλκόνι ή το δρόμο και κοιμόμουν.
Περνούσαν 3 ή 4 ή 7 μέρες και η άδεια μου τελείωνε. Έμπαινα στο πλοίο,
έφτανα στον Πειραιά, έπαιρνα τον ηλεκτρικό και επέστρεφα σπίτι. Έβλεπα
τις φωτογραφίες, αποκτούσα αναμνήσεις, τακτοποιούσα τις ιστορίες που θα
διηγούμουν στη δουλειά. Ο καλύτερος σαργός, το ντόπιο τυρί, τα πιο
στρογγυλά βότσαλα, το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα, η ομορφότερη
μπαργούμαν, η αναπόληση της άδειας, το αστείο «τόσες μέρες μέχρι την
επόμενη αργία».
Δεν έτυχε ποτέ να πάω για μπάνιο σε κάποια παραλία κάποιου νησιού.
Έπαιρνα μόνο άδειες. Έκανα διακοπές. Σκαστός απ’ το γραφείο, κυνηγημένος
απ’ την πραγματική ζωή, διέκοπτα την ίδια τη ζωή για να ντυθώ τη στολή
του τουρίστα. Η ανεμελιά είναι ένα καπέλο, το βλέμμα είναι ένα ζευγάρι
σαγιονάρες, ο μεσημεριανός ύπνος είναι ένα κοντομάνικο πουκάμισο.
Ντύνομαι τουρίστας σημαίνει προσωρινά υποδύομαι έναν ανέμελο άνθρωπο με
ένα άνετο πουκάμισο και ανοιχτό βλέμμα προς τον ορίζοντα. Ντύνομαι
τουρίστας σημαίνει: υποτίθεται ότι αντικρίζω την ομορφιά, ντύνομαι
τουρίστας σημαίνει: υποτίθεται ότι ο κόσμος κι εγώ είμαστε ένα.
Όταν κατατέθηκε το νομοσχέδιο για την αξιοποίηση του αιγιαλού
ξέσπασαν αντιδράσεις.
Οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων μάζεψαν
υπογραφές, γράφτηκαν κείμενα όλο φωτιά και φως, έγιναν διαμαρτυρίες. Το
κυριότερο, απ’ τα κιτάπια του άνθρωπου – τουρίστα ξεθάφτηκαν
φωτογραφίες, εικόνες και τρόπαια των διακοπών. Η τάδε παραλία, η δείνα
ακρογιαλιά. Ποσταρίστηκαν αναμνήσεις που αγοράστηκαν με το επίδομα
αδείας κάποιας παλιότερης εποχής. Βρήκαν το δρόμο τους για το τραπεζάκι
του σαλονιού, εκεί απέναντι απ’ τη μεγάλη τηλεόραση, τα βαζάκια με τα
βότσαλα απ’ τη Χίο ή την Κεφαλονιά, οι γυάλες με την άμμο απ’ τη
Δονούσα. Οι άνθρωποι – εργάτες αντιστάθηκαν με κάθε τρόπο.
Ο Αρανίτσης έγραψε κάποτε για τον κόσμο που σπρώχνεται να επιβιβαστεί
στα πλοία που αναχωρούν απ’ τον Πειραιά, ότι μοιάζει περισσότερο με ένα
πλήθος που φεύγει τρέχοντας από κάπου, παρά με ένα πλήθος που πάει
κάπου.
Οι παραλίες που δεν πήγα ποτέ, η άμμος που δεν κόλλησε ποτέ στις
σελίδες του βιβλίου, η πίεση του νερού που ποτέ δεν βούλωσε τα αυτιά
μου, το αλάτι που δεν ομόρφυνε ποτέ τα μαλλιά μου χρησιμοποιήθηκαν για
χρόνια ως άλλοθι για τη συμμετοχή στο σφαγείο. Με ένα νομοσχέδιο μια
μέρα, οι παραλίες μετατράπηκαν από καρτ ποστάλ των διακοπών σε mall, σε
εν δυνάμει μητροπολιτικά κέντρα 24ωρης διασκέδασης του πρώην άνθρωπου
τουρίστα, που πλέον εξυπηρετούσε να είναι άνθρωπος καταναλωτής. Το
σφαγείο έπρεπε να επεκταθεί, έπρεπε να συνεχίσει να επεκτείνεται, έπρεπε
να πιάσει κάθε σημείο αυτού του τόπου.
Έτσι, σήμερα σκέφτομαι ότι δεν έτυχε ποτέ να πάω για μπάνιο σε κάποια
παραλία κάποιου νησιού. Ήμουν πάντα άνθρωπος – τουρίστας. Περαστικός
και ξένος από το φως και την ομορφιά. Για χρόνια, κάθε φορά που την
έβλεπα απλά τη φωτογράφιζα, κάθε φορά που έμπαινα στην επικράτειά της
πρόσεχα να πατώ στις μύτες μην τυχόν και ξυπνήσω μέσα της.
Σήμερα, αφού παραμένω κουφός στα λόγια της θάλασσας, θα φωνάξω
τουλάχιστον μπας και διατηρήσω το δικαίωμα μια φορά το χρόνο να
υποδύομαι τον τουρίστα.
Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.
Γ.Σέφερης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου