Λέγεται συχνά ότι κάποιοι άνθρωποι που υπέφεραν από κάποια
ανίατη ασθένεια θεραπεύτηκαν οριστικά πίνοντας λίγο νερό από την ιερή
πηγή της τάδε μονής ή ύστερα από προσκύνημα (των ίδιων ή ενός συγγενούς
τους) στη δείνα εκκλησία όπου φυλάσσεται κάποια θαυματουργή εικόνα. Μια
άλλη εξίσου απίστευτη «είδηση», που αναπαράγεται άκριτα σε ιδιωτικές και
δημόσιες συζητήσεις είναι ότι μερικά από τα λαμπρότερα δείγματα του
ανθρώπινου είδους -ο Πλάτων, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Βούδας, ο Χριστός
κ.ά.- στην πραγματικότητα ήταν εξωγήινοι ή, τουλάχιστον, πεφωτισμένες
μαριονέτες που έδρασαν υπό την καθοδήγηση ενός ανώτερου εξωγήινου
πολιτισμού! Στο άκουσμα τέτοιων ειδήσεων αντιδρούμε συνήθως με έκπληξη
και με ειλικρινή απορία: «Πώς είναι δυνατόν», αναρωτιόμαστε, «να
συμβαίνουν πάντα στους άλλους τέτοια απόκοσμα θαύματα και όχι σε εμάς;».
Γιατί άραγε οι περισσότεροι άνθρωποι, ενώ συνήθως είναι
δύσπιστοι ή υπερβολικά καχύποπτοι, αποδέχονται πρόθυμα και με υπερβολική
ευπιστία κάποιες καταφανώς μη ρεαλιστικές ειδήσεις και ανήκουστα
υπερφυσικά «γεγονότα», όταν αυτά υποστηρίζονται και επιβεβαιώνονται
αποκλειστικά από κάποιο από τα καθιερωμένα θρησκευτικά ή πολιτικά
ιερατεία;
Ο Θεός δεν κατοικεί πλέον στο υπερπέραν, ίσως να κρύβεται μέσα μας, στον λαβύρινθο του εγκεφάλου μας
→Οι έρευνες των
σύγχρονων νευροεπιστημών μάς αποκαλύπτουν τους εγκεφαλικούς και
γνωσιακούς μηχανισμούς που εξηγούν επαρκώς τη μεγάλη ευπιστία μας.
Ευπιστία που σχετίζεται άμεσα με τη βιοψυχολογική μας προδιάθεση να
επινοούμε αυθαίρετες (αλλά κοινωνικά επωφελείς!) υπερφυσικές
«εξηγήσεις», όταν δεν μπορούμε να διατυπώσουμε μια ικανοποιητική φυσική
εξήγηση αυτού που παρατηρούμε ή βιώνουμε
Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης
Κάθε προσπάθεια επιστημονικής κατανόησης των φαινομένων ατομικής και
συλλογικής ευπιστίας θα όφειλε να διαφωτίσει αφενός τις εγκεφαλικές
διεργασίες και νοητικές-ψυχολογικές ανάγκες που επιτρέπουν και συχνά
επιβάλλουν την ανάδυση των εμπειρικά ανεπιβεβαίωτων και λογικά
αυθαίρετων πεποιθήσεών μας, και αφετέρου την ενδεχόμενη βιολογική
σκοπιμότητα της ύπαρξης και της διατήρησής τους κατά την εξέλιξη του
είδους μας.
Οφείλουμε, ωστόσο, εξαρχής να σταθούμε σε μια πολύ διαδεδομένη
παρανόηση: να θεωρούμε τον εγκέφαλό μας ως μια τέλεια νοητική μηχανή,
σχεδιασμένη από την εξέλιξη ή από τον Θεό. Στην πραγματικότητα, ο
πολύπλοκος ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια εξαιρετικά αποτελεσματική αλλά
όχι τέλεια βιολογική μηχανή. Οπως κάθε άλλη βιολογική μηχανή, ο
εγκέφαλός μας είναι το προϊόν της δράσης της φυσικής επιλογής:
εξελίσσεται συνεχώς ώστε να εγγυάται την καλύτερη επιβίωση και την
αναπαραγωγή μας.
Παρανοήσεις για την «τέλεια» νοητική μηχανή
Αν η βιολογική εξέλιξη είχε τη δυνατότητα να δημιουργεί τέλειες
εγκεφαλικές μηχανές, θα έπρεπε να διαθέτουμε ειδικούς μηχανισμούς που θα
εγγυούνταν τη βέλτιστη νοητική απόδοση. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να
έχουμε μόνο εγγυημένες και αλάνθαστες πεποιθήσεις!
Ομως, η δημιουργία τέλειων εγκεφαλικών μηχανών που θα παρήγαν μόνο
οριστικές ή αντικειμενικές πεποιθήσεις θα ήταν αντιοικονομική: για την
καλή λειτουργία τους θα απαιτούνταν τεράστια σπατάλη χρόνου και
ενέργειας και, το κυριότερο, η τελειότητά τους θα δημιουργούσε
ανυπέρβλητα προβλήματα προσαρμογής στον οργανισμό.
Ευτυχώς για την εξέλιξή μας (όπως και των υπόλοιπων ειδών), η
στρατηγική της φυσικής επιλογής είναι αυστηρά «οπορτουνιστική»: το ότι
είμαστε προικισμένοι με μια ατελή, αλλά συνεχώς εξελισσόμενη, νοητική
μηχανή παρουσιάζει εμφανείς περιορισμούς αλλά και απίστευτες δυνατότητες
για την αυτοεξέλιξή μας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις μέχρι
σήμερα σχετικές μελέτες των νευροεπιστημών και της εξελικτικής
ψυχολογίας.
Πράγματι, από αυτές τις έρευνες προκύπτει σαφώς ότι η ατομική νοητική
μας ανάπτυξη, και ειδικότερα η ικανότητά μας να «φιλτράρουμε» τις πιο
ουσιαστικές πληροφορίες, δεν υπάρχει «εκ γενετής» αλλά ενεργοποιείται
και διαμορφώνεται σταδιακά από τη νηπιακή ηλικία.
Μόνο μετά τον δέκατο έκτο μήνα της ζωής τους τα νήπια αρχίζουν να
αρνούνται υποτυπωδώς κάποιες πληροφορίες, ενώ σε ηλικία τριών ετών
φαίνεται πως έχουν ήδη την ευχέρεια να αναγνωρίζουν πότε πρέπει να
εμπιστεύονται τυφλά μια οικεία σε αυτά πηγή πληροφοριών: αρχίζουν να
επιδεικνύουν κάποια δυσπιστία, κυρίως αν η πηγή πληροφοριών τους
αντιφάσκει με όσα ήδη γνωρίζουν. Πάντως, η εφηβεία θεωρείται η
αποφασιστική περίοδος κατά την οποία διαμορφώνονται τα βασικά νοητικά
πρότυπα και οι συνήθειές μας ως ενηλίκων.
Πιο πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει σαφής
αιτιακή σχέση ανάμεσα στο επίπεδο μόρφωσης ενός ατόμου και στον βαθμό
ευπιστίας που επιδεικνύει! Απ’ ό,τι φαίνεται, οι πιο ακραίες περιπτώσεις
ευπιστίας εκδηλώνονται κυρίως από άτομα που, λόγω της οικογενειακής,
θρησκευτικής ή εκπαιδευτικής τους ανατροφής, ενώ εκδηλώνουν έντονη
περιέργεια για το περιβάλλον τους, αδυνατούν να διαχειριστούν τις λεπτές
εννοιολογικές αποχρώσεις και τη γνωσιακή σχετικότητα που επιβάλλει στην
ανθρώπινη σκέψη η σύγχρονη επιστήμη.
Κάποια από αυτά τα άτομα μάλιστα δεν εκδηλώνουν απλώς μεγάλη ευπιστία
αλλά και έναν ειδικό τύπο ευπιστίας που οι ειδικοί τον περιγράφουν ως
«αντίστροφη ευπιστία», μια ακραία μορφή ευπιστίας η οποία, παραδόξως,
μπορεί να οδηγήσει στη σχεδόν απόλυτη δυσπιστία απέναντι σε κάθε νέα
πληροφορία: ό,τι αντιφάσκει με όσα έχουν ήδη αποδεχτεί αυτά τα άτομα
κατά το παρελθόν απορρίπτεται χάρη στο «γνωστικό φίλτρο» που έχουν
αφομοιώσει.
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει!
Ας σημειωθεί ότι η «αντίστροφη ευπιστία» είναι το ακριβώς αντίθετο
του «κριτικού πνεύματος», αφού συνιστά άρνηση κάθε νέας αντίληψης ή
γνώσης στο όνομα αυθαίρετων αλλά παγιωμένων πεποιθήσεων. Τυπικά
παραδείγματα είναι η απόλυτη άρνηση των θεωριών της βιολογικής εξέλιξης
από τους πιστούς των μονοθεϊστικών θρησκειών, οι ρατσιστικές κοινωνικές
προκαταλήψεις και οι ιδεολογικοπολιτικές εμμονές.
Κατά κανόνα, οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας δρομολογούνται από
εγκεφαλικούς μηχανισμούς αξιολόγησης που είναι αδιαφανείς στη συνείδηση,
δεδομένου ότι βρίσκονται πίσω και πριν από κάθε «συνειδητή» μας
επιλογή. Οταν βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε οποιαδήποτε πληροφορία, αυτή
διατρέχει τους μαιάνδρους του εγκεφάλου μας πολύ ταχύτερα από τα δέκατα
του δευτερολέπτου που απαιτούνται για να υπερβεί το κατώφλι της
συνείδησης.
Ετσι, ένα μη συνειδητό προστατευτικό «γνωστικό φίλτρο» αποφασίζει
συχνά «πριν από μας για μας» ποιες πληροφορίες αξίζει να συγκρατήσουμε
στον νου μας. Και, όπως υποδεικνύει πλήθος νευροψυχολογικών ερευνών, τα
κριτήρια αυτού του γνωστικού φίλτρου δεν είναι μόνο η αλήθεια ή το
ψεύδος των πληροφοριών, αλλά και η προσδοκία μας για συγκεκριμένες μόνο
πληροφορίες.
Η παμπάλαια τέχνη της διανοητικής χειραγώγησης των ανθρώπων
στηρίζεται σε τέτοιες βασικές «διαισθητικές αλήθειες». Για παράδειγμα, η
είδηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και το μνημονιακό μύθευμα
περί «success story» αποτυπώνονται ευκολότερα και ταχύτερα στο μυαλό
των πιο εύπιστων πολιτών επειδή, τονίζοντας τα θετικά και αποσιωπώντας
τα αρνητικά τους στοιχεία, αυτή η ωραιοποιημένη εκδοχή της
πραγματικότητας ανταποκρίνεται στις βαθύτερες προσδοκίες μας.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η φυσική ιστορία της θρησκευτικής πίστης
Μπορεί, άραγε, η σύγχρονη επιστήμη να δικαιολογήσει την καθολική και
διαχρονική παρουσία του «θρησκευτικού αισθήματος», την προδιάθεση δηλαδή
των περισσότερων ανθρώπων να αποδέχονται τις φαινομενικά «παράλογες»
αλλά τόσο επίμονες υπερφυσικές εξηγήσεις;
Μήπως πίσω από τις εμφανείς πολιτισμικές, γεωγραφικές και ιστορικές
διαφοροποιήσεις των επιμέρους θρησκειών κρύβεται όντως μια βαθύτερη
«υπερβατική ανάγκη» που την μοιράζονται από κοινού όλοι οι πιστοί; Αυτό
ακριβώς υποστηρίζει η Νευροθεολογία και αυτόν τον κοινό θρησκευτικό
παρονομαστή αναζητά μέσα στις δομές του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Η νευροθεολογική προσέγγιση
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υιοθετείται και προβάλλεται
διεθνώς ο αξιοπερίεργος -αν όχι οξύμωρος- όρος «Νευροθεολογία»: ένας
νεοσύστατος επιστημονικός κλάδος που επιχειρεί να κατανοήσει τις
εγκεφαλικές, βιοψυχολογικές και νευροχημικές προϋποθέσεις όλων των
ανθρώπινων «μυστικιστικών» ή «υπερβατικών» θρησκευτικών εμπειριών.
Σε ό,τι αφορά όμως την εξήγηση του διαχρονικού και κοινού στους
περισσότερους ανθρώπους θρησκευτικού αισθήματος, της «αυθόρμητης» δηλαδή
προδιάθεσης για πίστη σε υπερφυσικά όντα, οι απόψεις των ειδικών
διίστανται. Μια σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι η βιολογική εξέλιξη, μέσω
της φυσικής επιλογής, ενίσχυσε την προδιάθεσή μας για θρησκευτική πίστη
επειδή αυτή προωθούσε την υπακοή στους καινοφανείς και «αφύσικούς»
κανόνες της ανθρώπινης κοινωνικότητας.
Ο επιφανής βιολόγος Ντέιβιντ Σλόαν Γουίλσον (David Sloan Wilson)
υποστηρίζει ότι η καλλιέργεια του κοινού θρησκευτικού αισθήματος θα
πρέπει να ευνοήθηκε από τη φυσική επιλογή επειδή ενίσχυσε την κοινωνική
συνοχή και τη συνεργασία των πρωτόγονων κοινωνικά ομάδων. Ομως, αυτές οι
εξελικτικές ανασυγκροτήσεις προϋποθέτουν μια προβληματική και
αμφιλεγόμενη εξελικτική διαδικασία, τη λεγόμενη «επιλογή ομάδας», η
οποία δεν είναι αποδεκτή από την επικρατούσα σήμερα εξελικτική θεωρία
(τη νέα εξελικτική σύνθεση).
Μια διαφορετική εξελικτική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η ίδια η
θρησκευτική προδιάθεση και η πίστη σε υπερφυσικά όντα δεν υπήρξαν ποτέ
αντικείμενο της φυσικής επιλογής. Αντίθετα, αποτελούν τα φυσικά
«υποπροϊόντα» ή τα ανεπιθύμητα «κατάλοιπα» της εξέλιξης των νοητικών και
γνωστικών συστημάτων του εγκεφάλου μας, τα οποία αρχικά διαμορφώθηκαν
από την εξέλιξη για να επιτελέσουν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες. Με
άλλα λόγια, ίσως η θρησκευτική μας προδιάθεση και η βαθιά πίστη των
ανθρώπων σε θεούς και δαίμονες δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα
περισσότερο από ένα εξελικτικό «ατύχημα»!
Αυτή θεωρείται σήμερα η επικρατέστερη βιολογική «εξήγηση» των
θρησκευτικών φαινομένων. Μάλιστα, την πιο ακραία εκδοχή αυτής της άποψης
την υποστηρίζει ο διάσημος Βρετανός εξελικτικός Ρίτσαρντ Ντόκινς
(Richard Dawkins) στο βιβλίο του «Η περί Θεού αυταπάτη» (κυκλοφορεί από
τις εκδ. Κάτοπτρο): «Η θρησκευτική συμπεριφορά ίσως συνιστά μια
δυσλειτουργία, μια αστοχία, το ατυχές παραπροϊόν μιας υποκείμενης
ψυχολογικής τάσης, η οποία σε άλλες συνθήκες είναι, ή ήταν κάποτε,
χρήσιμη»!
Μήπως τελικά, παρά τους ευσεβείς πόθους και τις ψευδαισθήσεις μας, τα
θρησκευτικά αισθήματα και οι υπερβατικές τάσεις μας δεν έχουν καμιά
απολύτως επιβιωτική αξία; Αραγε, είναι μόνο τα ενοχλητικά «κατάλοιπα»
εγκεφαλικών δομών, οι οποίες κάποτε, κατά τα πρώτα βήματα εξέλιξης του
είδους μας, επιτελούσαν μια εντελώς διαφορετική λειτουργία, ενδεχομένως
χρήσιμη για την επιβίωση του ανθρώπου;
Η αποτοξίνωση από τη θεοκρατία
Αυτή η βιολογική εξήγηση της παρουσίας της θρησκείας ως ενός
εξελικτικού «ατυχήματος», ως απλού υποπροϊόντος της ανθρωποποίησης του
είδους μας, χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπόψη οι πλούσιες
κοινωνικές-πολιτισμικές πτυχές και οι εμφανείς ψυχολογικές λειτουργίες
της πίστης, είναι όχι μόνο απλοϊκή αλλά και εξαιρετικά παραπλανητική για
την ανθρώπινη αυτοκατανόηση.
Περισσότερο διαφωτιστικές αποδεικνύονται οι πιο πρόσφατες
νευροψυχολογικές έρευνες που επιχειρούν να εξηγήσουν την εγγενή νοητική
μας προδιάθεση και ανάγκη να αποδίδουμε κάποιο νόημα όχι μόνο στον εαυτό
μας αλλά και στον κόσμο που μας περιβάλλει. Πράγματι, από πολλές
νευροψυχολογικές μελέτες της παιδικής νοημοσύνης προκύπτει ότι η πίστη
σε υπερφυσικές εξηγήσεις είναι όντως «σύμφυτη» με τη λειτουργία του
ανθρώπινου νου. Και αποτελεί έκφραση της εγγενούς ανάγκης του να
κατασκευάζει ή, αν προτιμάτε, να επινοεί μια πλήρως αιτιοκρατική και
εύλογη εικόνα του κόσμου.
Ομως θα ήταν λάθος αν πιστεύαμε ότι μόνο στα παιδιά εκδηλώνεται αυτή η
μυστικιστική τάση να αποδίδουμε υπερφυσικές ικανότητες σε άψυχα
αντικείμενα. Αρκεί να αναλογιστούμε την περισσή ευκολία με την οποία οι
περισσότεροι ενήλικοι αποδίδουν «προθέσεις» σε άβια αντικείμενα: στο
αυτοκίνητο που δεν «θέλει» να πάρει μπρος, ή στο πρόγραμμα του
υπολογιστή που δεν μας «ακούει». Μεγάλος αριθμός καθημερινών
συμπεριφορών μας εξαρτάται από τέτοιες βαθιά ριζωμένες παμψυχιστικές
προκαταλήψεις.
Οι νευρωνικοί και γνωσιακοί εγκεφαλικοί μηχανισμοί που μας
αποκαλύπτουν οι έρευνες των σύγχρονων γνωσιακών νευροεπιστημών φαίνεται
να εξηγούν επαρκώς την προδιάθεση και κυρίως την ψυχολογική μας ανάγκη
να επινοούμε αυθαίρετες (αλλά κοινωνικά επωφελείς) υπερφυσικές
«εξηγήσεις» όταν δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε μια φυσική-ορθολογική
εξήγηση αυτού που παρατηρούμε ή βιώνουμε.
Ισως αυτό να εννοεί ο Αντριου Νιούμπεργκ (Andrew Newberg), επιφανής
καθηγητής Νευροθεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και συγγραφέας
του πολυσυζητημένου βιβλίου «Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε»
(κυκλοφορεί από τις εκδ. ΑΒΓΟ), όταν διατείνεται ότι με τα πολυετή
πειράματά του απέδειξε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος «είναι ουσιαστικά μια
μηχανή πίστης επειδή δεν έχει άλλη επιλογή».
Αυτές και πολλές άλλες νευροθεολογικές έρευνες φαίνεται να
επιβεβαιώνουν ότι τόσο οι αυθόρμητες θρησκευτικές «εξηγήσεις» όσο και η
πίστη μας στο υπερφυσικό, αποτελούν ένα μη συνειδητό -αλλά καθόλου
παράλογο!- υποπροϊόν της ακατανίκητης ανάγκης του εγκεφάλου μας να
αποδίδει κάποιο νόημα στη ζωή και τον κόσμο μας. Μια ανάγκη που ευτυχώς
(για την αέναη εξέλιξη της γνώσης!) θα παραμείνει ανικανοποίητη… εις
τους αιώνας των αιώνων.
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΟΜΩΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΠΛΕΟΝ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΜΑΣ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΟΥΝ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΕΤΥΧΟΥΜΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου