Γιατί η Πάργα δεν τελειώνει στα τραπεζάκια της παραλίας.
Γιατί η Πάργα δεν είναι μόνο τουριστικός προορισμός.
Γιατί η Πάργα έχει χωριά, καλλιέργειες, προϊόντα.
Γιατί η Πάργα έχει ιστορία, παράδοση και πολιτισμό.
Γιατί η Πάργα είναι σε τόπο εξαίρετου φυσικού κάλλους με πλούσια χλωρίδα και πανίδα.
Γιατί η Πάργα έχει μπροστά της τον ανοιχτό ορίζοντα …
Γιατί η Πάργα έχει ανθρώπους με ανοιχτούς ορίζοντες!

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Πάνος Γεραμάνης,δρόμοι λαϊκοί

«Δες την τηλεόραση, η χούντα τελικά μας νίκησε πολιτιστικά και εκείνη την εσωτερική επανάσταση που λέγαμε πολύ την καθυστερούμε».

Έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Πάνος Γεραμάνης έφυγε από τη ζωή (30 Απριλίου 2005).
Ο δημοσιογράφος και μελετητής του λαϊκού τραγουδιού Πάνος Γεραμάνης (1945 - 2005) γεννήθηκε στο Βασιλικό Χαλκίδας και από μαθητής ακόμα ξεκίνησε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Οι δύο αγάπες του ήταν το λαϊκό τραγούδι και το ποδόσφαιρο. Από δεκαπέντε χρονών κατέβαινε τις Κυριακές με νταλίκες ή με όποιο άλλα μέσο εύρισκε για να παρακολουθήσει την ομάδα του. Στη δουλειά του, οι λαϊκοί τραγουδιστές είχαν γίνει οι καλύτεροί του φίλοι. Εργάστηκε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Φως, Σούπερ Σπορ, Απογευματινή, Εθνος κ.ά.). Από το 1986 εργαζόταν στα Νέα. Το μεγάλο του πάθος ήταν το λαϊκό τραγούδι στο ραδιόφωνο. Το 1989 έκανε εντυπωσιακό ντεμπούτο στον «902 - Αριστερά στα FM» με τις εκπομπές «Μικρόφωνο στο τραγούδι» και «Για τους ανθρώπους της νύχτας» και από το Μάρτιο του 1990 μεταπήδησε στην ΕΡΑ, όπου για δεκαέξι χρόνια παρουσίαζε τους «Λαϊκούς Βάρδους» στο δεύτερο Προγραμμα και για δέκα χρόνια περίπου τους "Άσσους των Γηπέδων" στην ΕΡΑ-Σπόρ.
ΠΗΓΗ http://panosgeramanis.blogspot.com/
Αναπαράγουμε και ένα κείμενο του Κώστα Τζιαντζή
πρώτη δημοσίευση εφ. «Πριν» 05/2005

Όταν φεύγει ένας φίλος, συνηθίζουμε να τον παινεύουμε από αγάπη, αλλά και από φυσιολογική διάθεση να αναιρέσουμε την απώλεια χρησιμοποιώντας τη μοναδική μέθοδο που αυτό το μεγάλο αίνιγμα διαρκώς λύνεται: Ξαναμοιράζουμε τα μοιρασμένα έργα του, τα λόγια, τα καμώματα, τα τρυφερά και σκληρά του δώρα, τα ερμηνεύουμε, τα αλλάζουμε ή και τα αρνιόμαστε. Γιατί κι εμείς, θέλοντας μη θέλοντας, όχι χωρίς εκείνον (και τόσους άλλους), όχι χώρια του αλλά αρπάζοντάς τον μαζί μας, μπορούμε να συνεχίζουμε ζωντανοί σ’ αυτή την ιστορία, και αν γίνεται «λίγο ψηλότερα».

Για τον Πάνο Γεραμάνη ειπώθηκαν καλά και πολλά σωστά λόγια, ενώ τίποτε δεν μοιάζει υπερβολή γι’ αυτό το «καλύτερο παιδί», γι’ αυτόν το μαχητικό κομμουνιστή, όσο και αν αυτό το τελευταίο, ήταν κάπως φυσικό να υποβαθμίζεται απ’ τους συνηθισμένους. Μα πώς τα κατάφερε να τον αγαπούν τόσοι πολλοί και κάποιοι τόσο πολύ, όταν στους περισσότερους μετριούνται τόσο λίγοι και τόσο λίγο; Η απάντηση βρίσκεται βέβαια, όχι στην δημοσιογραφική επωνυμία, αλλά στο ότι ο Πάνος Γεραμάνης συνδέθηκε σχεδόν «σωματικά» με το «μυστήριο» του λαϊκού πολιτισμού, ένα ζήτημα που σημαδεύει όλη τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και έχει «την τιμητική του» στην σημερινή κυρίως εποχή, σ’ όλη την «πλανητική πόλη» αλλά και σε κάθε χωριό – έθνος – κράτος ξεχωριστά.

Η ζωή του Πάνου συμβολίζει τη διαρκή και όλο πιο ισχυρή παρόρμηση του σύγχρονου εργαζόμενου ανθρώπου (αυτού του μη αναγνωρισμένου αλλά ωστόσο μοναδικού και αυθεντικού «άρχοντα» της εποχής μας), να διαχωριστεί έστω και στοιχειωδώς, έστω και αυθόρμητα, έστω και μερικά από τη σημερινή κυριαρχία της πιο ελεεινής ταξικής μορφής, πάνω στο γενικό «κοινωνικό πολιτισμό», πάνω στις κατακτήσεις και στα μελλοντικά άλματα αυτού του πολιτισμού. Εκπροσωπεί την παρόρμησή του να γίνει «συντροφιά» με τους ομοίους του, να συνδεθεί, έστω και στο πιο «ψύχραιμο», με κάθε εκδήλωση πόνου, οργής και ποίησης, απειθαρχίας και λεβεντιάς, να συνδεθεί τελικά με την αξία και το φιλότιμο της «μαστοριάς» και όχι με την ανταλλακτική αξία της αγοράς…

Ο Πάνος βίωνε όλες τις σύγχρονες προσπάθειες του λαϊκού πολιτισμού, αναγνώριζε τις πηγές τους χωρίς ισοπεδωτισμούς και στον Αρη και στον Βαμβακάρη και στον Τσιτσάνη και στον Μπελογιάννη και στον Λαμπράκη και στον Θεοδωράκη. Τις έβρισκε στον Καζαντζίδη και στον Πέτρουλα, στη Σωτηρία και στον Τεμπονέρα, στα λαϊκά μεσημέρια της Κυριακής, στις φιλικές εταιρείες της παλιάς και νέας παρανομίας, στην άρνηση των ποικίλων δηλώσεων μετανοίας, στα «ξένα» συγγενικά ή «επαναστατικά τραγούδια», στις σημερινές στοιχειακές προσπάθειες των νεότερων. Αλλά πάνω απ’ όλα τις έψαχνε στους ανεκπλήρωτους πόθους, στα μεγάλα ερωτηματικά του εργατικού ανθρώπου για το πώς δένεται και λύνεται η σημερινή ζωή του, για το που πηγαίνει, η «μεγάλη μας η επανάσταση». Άλλωστε ο ίδιος από τέτοιους ανθρώπους φτιαχνόταν και τέτοιους έφτιαχνε, ήταν ένα ταπεινό μέλος αυτής της μεγάλης «δημιουργίας», αυτού του μεγάλου κόμματος, ένα «μελάκι», όπως έλεγε χαμογελώντας και αν είναι δυνατόν με τέτοια κορμοστασιά.

Ο Πάνος πίστευε πως λαϊκός πολιτισμός για το σύγχρονο εργαζόμενο σημαίνει όχι μόνο την λαϊκή καλλιτεχνία, αλλά κυρίως την ανάγκη του να ξαναβρεί τα διασκορπισμένα κομμάτια του, που συγκρούονται μεταξύ τους ανάμεσα στα καταναγκαστικά πεδία της επιβίωσης, στα γρανάζια της ιδιοκτησίας, στα ναρκοθετημένα μέτωπα της «ξένης» ή και της «δικής του» υπεξαιρεμένης πολιτικής, στη δύσβατη υπόθεση της γνώσης, των ιδεών και της τέχνης. Κατανοούσε την ανάγκη του να συνενώσει αυτά τα διασπασμένα κομμάτια, του να τα «οργανώσει» σε έναν ενιαίο υλικό «ιστό πολιτισμού» που θα διεκδικεί εκβιαστικά και θα καθοδηγεί αποκλειστικά την κυριαρχία του πάνω στις κλεμμένες συνθήκες της ύπαρξής του, που δεν θα ανέχεται ξανά αφέντη πάνω από το κεφάλι του.

Ο Γεραμάνης ήξερε πως αυτού του είδους οι απόπειρες του λαϊκού πολιτισμού με όλες τις μεγάλες επιτυχίες τους αλλά και τις αντίστοιχες ήττες τους, ίσα – ίσα που έχουν διανύσει τα πρώτα τους στάδια. Το λαϊκό πολιτισμό θα τον βρουν ξανά μπροστά τους, πίστευε, και όχι πίσω στα εξημερωμένα του καθρεφτίσματα…


Κήρυκας της πολιτιστικής επανάστασης στα Πέτρινα Χρόνια

Κοντά 35 χρόνια πριν, στη μέση σχεδόν, στην καρδιά της δικτατορίας… Το παλιό αντιδικτατορικό κίνημα της «προδομένης», της κλαίουσας Δημοκρατίας, έχει εξαντληθεί. Το «νέο» αντιδικτατορικό κίνημα της επανάστασης που δραπέτευσε ή που αποδεσμεύτηκε υπό περιοριστικούς όρους, βρίσκεται στην αρχή του… Ο πολιτισμός της «οργάνωσης» του επαναστατικού αγώνα, είναι το σήμα της εποχής και η μεγάλη διάκριση ανάμεσα σε αγωνιστές και σε παρατηρητές κάθε απόχρωσης. Και κοντά σ’ αυτά το μεράκι να αναδείξουμε τη σύγχρονη εργατική τάξη σε κυρίαρχο του κινήματος. Ξαφνικά σκάει η είδηση: Κομμουνιστική ομάδα νέων εργαζομένων, με αξιόλογη δράση ζητά «επαφή». Και όχι τίποτε «πιτσιρικαρία», μεγάλοι κοντά 25άρηδες. Εδώ πλέον η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή. Η καρδιά της παραγωγής;

Ρίξαμε το νόμισμα, και να ‘μια στα γραφεία της «Απογευματινής. Ο Γεραμάνης στη σκηνή. Τι είμαστε; ΚΚΕ, ΚΝΕ, υπήρχε τότε και το ΠΑΜ και το ΠΑΜ νέων, Αρης, Γκεβάρα, Καζαντζίδης, λίγο Γαλλικός Μάης; Συμφωνήσαμε. Όλα αυτά μαζί, και ο τίτλος της οργάνωσης μεγαλοπρεπής: Κομμουνιστική Αντιδικτατορική Οργάνωση Νέων Εργαζομένων. Υπήρξε και ο περίφημος καταμερισμός. Να ενημερώνετε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, να επεκταθείτε στους ναυτεργάτες. «Κάντε πρώτα κάτι και μετά ενημερώνουμε». Να ιδρύσουμε πολιτιστικούς συλλόγους νέων εργαζομένων. Να βρούμε τυπογραφεία, (τσιμπήσαμε ένα δοκιμαστήριο). Τίποτε οπλισμός; Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, να λύσουμε την σύγκρουση των «κομμουνιστών», το ζήτημα της αναμέτρησης ανάμεσα στον ελαφρό και στο λαϊκό πολιτισμό. Ο Θεοδωράκης δεν αρκεί. Το ρεμπέτικο; Περιοδείες στις λαϊκές γειτονιές. Ο Γεραμάνης εξηγεί την διαφορά ανάμεσα στο Στρώσε το Στρώμα σου για Δυο και στο Σε Πόνεσε η Καρδιά μου και σε Γουστάρει. Καταλήγουμε: Μια νέα πολιτιστική μαρξιστική και πολιτική επανάσταση απαραιτήτως. Εν τω μεταξύ, ο Γεραμάνης και όλοι μας στην πρακτική δουλειά, στο μηχανισμό, κυκλοφορία υλικού. Ο Γεραμάνης παράνομη υποστήριξη, στη Νομική στο Πολυτεχνείο, στις μέρες των συλλήψεων και της καταδίωξης.


Νόστιμος, αδιόριστος αλλά και πικραμένος

Μεταπολίτευση: Επιστροφή στις ρίζες, ζεϊμπέκικο με ζιβάγκο. «Οι πούστηδες θα μας κάνουνε κατοικίδια». Αθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Πολιτική εργατική επανάσταση στην Αριστερά; Κυβέρνηση Τζαννετάκη. Κοντά στα άλλα το ΚΚΕ συμμετέχει και στη μοιρασιά της ιδιωτικής τηλεόρασης στους καναλάρχες. Ο Γεραμάνης συνοψίζει «Σύντροφε μας έφαγε το Ελαφρό».

Μέσα της σκληρής δεκαετίας του ’90. Ο Πάνος κάνει απολογισμό: «Δες την τηλεόραση, η χούντα τελικά μας νίκησε πολιτιστικά και εκείνη την εσωτερική επανάσταση που λέγαμε πολύ την καθυστερούμε».

Δεκαετία του 2000, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις δεν ξεχάστηκαν, άλλος γενικός αέρας στην ατμόσφαιρα, νέο συνολικό κομμουνιστικό πρόγραμμα – μαχόμενη αυτοκριτική. Ξανά πλατεία Μαβίλη. Ο Πάνος σε οίστρο. Συμπυκνώνω και διασκευάζω: «Υπάρχουν δυο βασικοί πολιτισμοί, ενωμένοι και αντίθετοι, μέσα στους πολυάριθμους μεγάλους και μικρούς πολιτισμούς, μέσα στο γενικό κοινωνικό πολιτισμό, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της εκμετάλλευσης της φύσης και της μάχης με την εκμετάλλευση, μέσα στο συνολικό αποτέλεσμα της ιστορίας, που έχει άπειρους δημιουργούς και χορηγούς, ηγεμόνες και κατακτητές, αλλά κανέναν τελικό αποκλειστικό ιδιοκτήτη. Αυτοί τώρα δεν έχουν άλλη οδό πολιτισμού από το μοντέρνο σκοταδισμό, δεν μπορούν πια μακροπρόθεσμα να ξεδοντιάζουν τους δικούς μας. Μόνο ο δικός μας πολιτισμός μπορεί να σώσει και να μετασχηματίσει ότι αξίζει και από τον δικό τους και από το τελικό αποτέλεσμα της διαπάλης μεταξύ μας. Ο πραγματικός, ο κορυφαίος πόλεμος των πολιτισμών πλησιάζει, έστω και αν οι βασικοί αντίπαλοι ιστορικοί στρατοί δεν έχουν ακόμα συνειδητά παραταχθεί».

«Ο νέος πολιτισμός χρειάζεται τομές μεγαλύτερες από του Λένιν και πολύ περισσότερο φυσικά από εκείνες του Θεοδωράκη, χρειάζεται θεωρία, επιστημονικές ιδέες, συλλογική καλλιτεχνική πρακτική, διεθνιστικό επαναστατικό αγώνα… Χρειάζεται να υψωθεί συνειδητά σε «Κόμμα» και όχι να υποβαθμίζεται σε πολιτιστικό αντάρτικο ή σε απλή πολιτιστική πολιτική του κόμματος, μέχρις ότου καταργηθούν κάθε καταπίεση και όλα τα κόμματα, μέχρις ότου ο επαναστατικός πολιτισμός γίνει ο μαζικός, ο απόλυτος, ο μοναδικός ρυθμιστής της κοινωνίας, η αιώνια πηγή που θα αναβλύζει τις ωραίες της αντιθέσεις».

Ο Πάνος ήταν δημιουργός για τους ανθρώπους, ήταν γνήσιος ακτιβιστής του λαϊκού πολιτισμού και γι’ αυτό αναγκαστικά και ένας από τους πρακτικούς θεωρητικούς του. Έτσι εξηγείται και η σχετική του απόσταση από το τρέχον έργο του και αυτή η διακριτική του μελαγχολία για το πόσα λίγα κάναμε και το τι χρωστάμε.

Τελευταία μας επαφή: «Δεν έκανα αίτηση μονιμοποίησης στην ΕΡΤ. Το ξέχασα». Χαμογελάμε συνένοχα. – Αχ ρε Πάνο, αδιόριστος θα μείνεις.

Κάποτε εκείνος έκλεινε ακόμα παράνομα ραντεβού με όσους δούλευαν στον αστικό Τύπο. Στο τηλέφωνο μια νέα συντρόφισσα. Σύνθημα, παρασύνθημα, τόπος συνάντησης και πώς θα σε αναγνωρίσω; - «Αποκλείεται να κάνεις λάθος, είμαι ένας νόστιμος».

Αυτός είναι ο νόστιμος, ο χαριτωμένος, ο αισιόδοξος με το σαρκαστικό χιούμορ, ο χαμογελαστός και πικραμένος, ο βαθιά σκεπτόμενος, ο πάντα ερωτευμένος με τη Ναυσικά του Οδυσσέας, το «μελάκι», ο Πάνος.
ΠΗΓΗ http://www.thepressproject.gr/external.php?id=4271

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου