ΔΙΑΛΕΞΗ (Συνέχεια)
—Στα «Ν η π ε ν θ ή» πιο ώριμος ο νους, πιο άρτια τα στιχουργικά
συμπλέγματα, πιο ζωηρά η εκδηλούμενη τάση προς τη χίμαιρα. Ο I. Μ.
Παναγιωτόπουλος γράφει, πολύ πετυχημένα, πως «βρισκόμαστε στη δεύτερη
πράξη της τραγωδίας του Καρυωτάκη». Αληθινά, η υπεροχή στων Νηπενθών το
Κλίμα είναι εμφανής. Η επίδραση του Γερμανικού εξιστενσιαλισμού και των
κολασμένων του Γαλλικού συμβολισμού—σαφώς εντονώτερα και κορυφωμένα στα
«ελεγεία και τις Σάτιρες»—είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Να τι λέει ο
Baudelaire στους «Πληγωμένους θεούς: «Πίσω από τις σκηνοθεσίες της
απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου βλέπω καθαρά κόσμους
παράξενους, και θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια, που μου
δαγκώνουν τα πόδια. Κι’ από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς
οι προφήτες, στην έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις
γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκειά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές
φορές για ψέμματα τις αλήθειες, και με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε
γκρεμούς… Αλλά η φωνή με παρηγορεί και μου λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου·
οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελλούς»!. Ο δεύτερος τούτος
δρόμος για τη λύτρωση, απεικονίζεται κι εφαρμόζεται πάνω του η πορεία,
στην ακόλουθη στροφή της Ευγένειας:
«Κάνε τον πόνο σου άρμα
και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, δείλι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου».
Σε παρόμοιες στροφές, μ’ ανάλογα πληγωμένα νοήματα, πέφτουμε στο
καβαφικό αδιέξοδο ή μερικές συννεφιασμένες ώρες στον Κώστα Ουράνη. Οι
ακόλουθοι στίχοι του Καβάφη, άνετα ταιριάζουν στο κλίμα των «Νηπενθών»
απαλλαγμένων φυσικά από την καθαρευουσιάνικη φόρμα:
«Το γήρασμα του Σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτόν μαχαίρι
Τά φάρμακά σου φέρε—Τέχνη της Ποιήσεως
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή».
(Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου
εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.)
Στα «Νηπενθή» το ξέσπασμα και το συγκράτημα, σ’ ίσο βαθμό
καταχωρούνται. Άλλοτε ο ποιητής προστρέχει στη φύση κι άλλοτε την
αποδοκιμάζει. Άλλοτε απεγνωσμένα χτυπά τα χέρια πάνω στις έντρομες
μνήμες κι άλλοτε, με κάποιον κατευνασμό, αλαφρώνει. Αλλού η ρομαντική
ταλανιζομένη έπαρση, κι αλλού η πλατειά φιλοσοφημένη απαισιοδοξία, αλλού
η αδρότατη βεβαιότητα κι άλλου οι σπαραξικάρδιες αλγεινές κραυγές το
απρόσμενο ανάκρουσμα της θανατικής μέριμνας. Κι χυτό το στοιχείο του
σπαραξικάρδιου είναι και στοιχείο κρυφής προσδοκίας. Ξαναθυμίζουμε πάνω
σ’ αυτί, τα υπερκόσμια σαλπίσματα του Γκαίτε: «Οι γόοι κι οι θρήνοι κάθε
σπαραγμένου ανθρώπου, δεν είναι, παρά έκφραση της προσδοκίας για ένα
καλύτερο—αύριο». Μια τέτοια προσδοκία κρύβεται στους παρακάτω στίχους:
«Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς
σα νάχουν βγει σε τάφο).
(Γραφιάς).