Μπροστά πολύ πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.
Είχα γυναίκα, είχα και ζα,
είχα μια Βάσω με βυζά,
μα προκοπή δεν είχα.
Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει στα μαξιλάρια ξαπλωμένη
μασώντας τη μαστίχα.
Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός
και στην Πόλη μπούμε,
σκλάβες χανουμόπουλα πὄχει να τραβούμε.
Άι! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου, έρωτας που ’ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Κάνε θάμα, πλόσκα μου,
ξύλο τσιμισίρι,
γίνε βρύση γάργαρη με χιλιάδες πείροι.
Να ’στε γεροί, να ’στε καλά
με τα τσαπράζια τα πολλά
και τα μεγάλα ονόματα,
κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης και με τους διάκους ο δεσπότης
— τζιλβέδες και καμώματα!
|