(...) Με τον αγαπητό μας καθηγητή Θανάση Σινάκο ξεκινάμε την περιήγησή μας στο Κάστρο της Πάργας. Βρίσκεται χτισμένο στα υψηλότερα πρανή και στην κορυφή μιας βραχώδους χερσονήσου στα Δ-ΝΔ της πόλης. Ο κωνικός αυτός όγκος ορθώνεται απότομα με ύψος 80 περίπου μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, σαν φυσικό διαχωριστικό όριο ανάμεσα στους δύο κόλπους, της Πάργας και του Βάλτου. Η βραχώδης χερσόνησος συνδέεται προς τα Β με την υπόλοιπη ακτή μ’ έναν αυχένα στενό και σχετικά ομαλό.
Αυτή είναι και η μοναδική στεριανή πρόσβαση στο κάστρο, αφού οι υπόλοιπες τρεις πλευρές της Χερσονήσου είναι απότομοι γκρεμοί, που σε κάποια σημεία καταλήγουν κατακόρυφα στη θάλασσα.
Ένας πλακοστρωμένος δρομίσκος μας οδηγεί στην εξωτερική σιδερένια είσοδο του κάστρου.
Καθώς εδώ βρίσκεται το ασθενέστερο σημείο της φυσικής οχύρωσης, οι κατασκευαστές του κάστρου Ενετοί φρόντισαν να ισχυροποιήσουν όσο ήταν δυνατόν την τεχνητή οχύρωση. Η τοιχοποιία αποτελείται από μικρές σχετικά πελεκημένες πέτρες, που συνδέονται μεταξύ τους με κονίαμα και είναι στην ουσία μια προέκταση καθ’ ύψος του φυσικού βράχου που ορθώνεται δίπλα στην είσοδο. Το συνολικό ύψος της τείχισης από το έδαφος φτάνει τουλάχιστον τα 15-16 μέτρα. Πάνω από την σιδερένια είσοδο υπάρχει εντοιχισμένη πέτρινη επιγραφή στα ιταλικά με χρονολογία 17/7 και με το όνομα του Κόντε της Κέρκυρας Μάρκου Θεοτόκη. Ακριβώς αριστερά μέσα από την είσοδο, δίπλα στη σκοπιά, διακρίνουμε ένα ακιδογράφημα σε πέτρα με ένα όνομα και με χρονολογία 1764.
Βαδίζουμε τώρα στο εσωτερικό πλακόστρωτο δίπλα από τις στενές πολεμίστρες που είχαν ανοιχθεί προς την πλευρά της Πάργας και αμέσως μετά φτάνουμε στην κύρια πύλη. Μια θολωτή πετρόχτιστη γαλαρία μήκους 8 περίπου μέτρων, όμοια με τα γνωστά μας «βόλτα» της πόλης, μας οδηγεί στον κυρίως χώρο του κάστρου. Ψηλά, πάνω από την αψίδα της πύλης, δεσπόζει το πασίγνωστο έμβλημα της Δημοκρατίας της Βενετίας, ο Βενετσιάνικος Λέοντας με δυσανάγνωστη επιγραφή.
Από τα πρώτα μας ήδη βήματα στον επίπεδο χώρου του κάστρου διαπιστώνουμε, ότι η θέα προς την πόλη της Πάργας και τη θάλασσα έχει σχεδόν απόλυτα εξαφανισθεί πίσω από τους κορμούς και τα κλαδιά πανύψηλων πεύκων, που έχουν φυτευτεί σ’ όλη την επιφάνεια του απότομου πρανούς πριν από 70-80 χρόνια. Αλλά κι όταν κάποιος αντικρύζει το κάστρο από την πόλη, πάλι η παρουσία αυτών των πεύκων είναι καταλυτική, αφού οι κορυφές τους ορθώνονται πάνω από τις πέτρινες επάλξεις της οχύρωσης. Τα αποτελέσματα αυτής της ανθρώπινης επέμβασης επισημαίνει και ο Γ. Γκίκας στο βιβλίο του «Κάστρα ταξίδια»: «Τυλιγμένο και μισοκρυμμένο στη σκιά της πεύκικης κάπας του, με την οποία οι ανίδεοι το ντύσανε, εξακολουθεί, ωστόσο, να θέλει να επιδείχνει δυναμικά τα ακέραια σπαράγματα της άλλοτε ατόφιας ρωμαλέας του όψης. Οι ρίζες των δέντρων υποσκάπτουν τα θεμέλιά του αλλά αυτό αντιστέκεται».
Ένα παμπάλαιο καλντερίμι, κατασκευασμένο περίτεχνα με στρογγυλεμένα βότσαλα της θάλασσας – γνωστά στην Πάργα ως «γουλιά» - ανηφορίζει απότομα προς τα ΒΔ.
-Αυτό θα είναι το σημείο επιστροφής μας, λέει ο καθηγητής. Προς το παρόν ας αρχίσουμε την περιήγησή μας από το ομαλό μονοπάτι που είναι χαραγμένο στην περίμετρο του κάστρου.
Αμέσως στα δεξιά μας δεσπόζουν δυο επιβλητικά πετρόχτιστα οικοδομήματα, που είχαν ανεγερθεί από τον Αλή Πασά και χρησιμοποιούντο ως στρατώνες. Σήμερα ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και, ανακαινισμένα με ιδιαίτερη φροντίδα, χρησιμοποιούνται, ένα τμήμα τους ως αναψυκτήριο και τα υπόλοιπα τμήματα ως χώροι πολλαπλών εκδηλώσεων.
Το μονοπάτι συνεχίζεται απόλυτα ομαλό και επίπεδο πάνω από το πευκοφυτευμένο απότομο πρανές. Η ανατολική αυτή πλευρά του λόφου είναι τόσο δυσπρόσιτη, ώστε η τείχιση δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Ένα συμπαγές σιδερένιο κανόνι στο έδαφος μας γυρίζει νοερά στην εποχή των διάφορων αφεντάδων του κάστρου, Βενετών, Γάλλων, Άγγλων, Οθωμανών.
Ξαφνικά το πεύκινο τείχος αραιώνει σημαντικά, ο ορίζοντας της όρασής μας διευρύνεται, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά από το κάστρο ο κόλπος της Πάργας, που τον κοσμούν αλλά και τον προστατεύουν από την παραζάλη του Ιονίου οι προαιώνιοι φύλακές του, τα πασίγνωστα νησάκια. Κορυφαίο ανάμεσά τους και πανέμορφο το Νησάκι της Παναγίας, με το ομώνυμο – εκκλησάκι και το καστράκι του, που είναι χτισμένο στη δυτική πλευρά από τα χρόνια της Γαλλοκρατίας. Ακριβώς κάτω απ’ το νησάκι της Παναγίας τέσσερα βραχάκι ξεπροβάλλουν μέσα απ’ το νερό. Πρέπει να είχε μεγάλη φαντασία ή να ήταν πολύ λιχούδης εκείνος που τα βάφτισε και από τότε το όνομά τους έμεινε «κεφτέδες».
Μερικές δεκάδες μέτρα στ’ ανοιχτά ορθώνονται οι βραχονησίδες «Παυλούκες», ενώ λίγο ανοιχτότερα ακόμη ξεμυτίζουν ταπεινά τα «Τρία Λιθαράκια», που στην πραγματικότητα είναι τέσσερα. Πίσω απ’ το νησί της Παναγίας διακρίνονται δυο βραχονησάκια ακόμη, που κι αυτών τα ονόματα έχουν σχέση με κουζίνα, ο «Σκορδάς» και ο «Κρεμμυδάς». Ανοιχτά στ’ ανατολικά, μοναχικός και ξεκομμένος από τη σύναξη των άλλων, ξεχωρίζει ο «Μονόλιθος», με μόνη συντροφιά του το εξωκκλήσι του Αγίου των ναυτικών, του Αη-Νικόλα.
Πιο πίσω ακόμη, πάνω απ’ τα νησάκια, το βλέμμα σταματάει σε σκούρο όγκο στεριανό, το Μακρυνόρος ή Μαυρονόρος. Μες την πυκνή του βλάστηση ξεχωρίζει άσπρο σημαδάκι ευλαβικό. Είναι το ξωκκλήσι της Αγίας Ελένης, που ιδιαίτερα το συμπαθούσε ο πατριάρχης των Ελλήνων φωτογράφων Μελετζής, για την ηρεμία και τη θέα του.
Το μονοπάτι περνάει δίπλα από μια ισχυρή, κυκλικά χτισμένη ντάπια, που η παράδοση την θέλει να επικοινωνεί με τη θάλασσα με δίοδο μυστική. Ύστερα το δρομάκι στρίβει ελαφρά κατά τη δύση. Από κάτω γκρεμοί φοβεροί και απροσπέλαστοι από άνθρωπο. Ένα απλό τειχαλάκι είν’ η οχύρωση, εδώ δεν χρειάζεται να είναι ισχυρότερη. Ακόμα κι η θητή είναι βραχώδης κι επικίνδυνη, ένας φάρος σιδερένιος είναι στημένος στην πλαγιά, για να δίνει σήμα και ν’ απομακρύνει από τα κακοτόπια τα πλεούμενα. Τα πεύκα λιγοστεύουν, παίρνουν τη θέση τους τα λιόδεντρα, οι αυθεντικοί και παμπάλαιοι κάτοικοι του τόπου.
Το στενό μονοπάτι φτάνει προς το τέλος του, σταματάει μπροστά σε κατακόρυφο γκρεμό. Χαμηλώνουμε με δέος τα μάτια πάνω από τη θάλασσα. Ποιος κουρσάρος και ποιος κατακτητής να τολμήσει να πλησιάσει αυτό τον τόπο!
Ένας βράχος στρογγυλός προβάλλει ύπουλα μέσα απ’ τα νερά. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, μα, αντίθετα απ’ όλους τους άλλους, έμεινε ανώνυμος.
Υψώνεται για λίγο η ματιά στα βορειοδυτικά και γαληνεύει. Πρώτα στη θελκτική καμπύλη της παραλίας του Βάλτου, ύστερα βορειότερα, στους ελαιώνες και στα κορφοβούνια με το Κάστρο του Αλή Πασά, που άλλοι το λένε της «Αγιάς» ή της «Ανθούσας». Στο τελευταίο σημείο της αγκαλιάς του Βάλτου, εκεί στο ακρωτήρι «Χελαδιό», ορθώνεται πάνω από τα σκουροπράσινα ελιόδεντρα, φιγούρα πέτρινη, μοναχική, που καταλήγει θολωτή στον ουρανό. Είναι το καμπαναριό από το Μοναστήρι της Βλαχέρνας, άλμπουρο της Ορθοδοξίας υψηλό και αγέρωχο, που μόνον αυτό μες τα ερείπια αντιστέκεται στο χρόνο. Προχωράει ακόμη πιο πολύ το βλέμμα και χάνεται στα νερά του Ιονίου, εκεί που κολυμπάει ναζιάρικα το νησάκι των Αντίπαξων κι ένα μικρό κομμάτι των Παξών. Καθόμαστε για λίγο στο διαμορφωμένο πεζουλάκι. Και σκέφτομαι πως τούτος ο τόπος, πιότερο από κάθε άλλον, είναι φτιαγμένος για ποιητές, στοχαστές και ονειροπόλους.
Πισωγυρίζουμε το μονοπάτι και στο ύψος της κυκλικής, γνώριμης ντάπιας, παίρνουμε τον ανήφορο με σκαλοπάτια, κάτω από μεγάλα πεύκα, κυπαρίσσια και ελιόδεντρα. Που και που το μονοπάτι μας ταλαιπωρεί και μας μπερδεύει, έτσι καθώς είναι κακοτράχαλο και χάνεται στα χόρτα. Λιθοσωροί και ερείπια παντού, έχει σβήσει οριστικά το παρελθόν, προσπαθούμε να μαντέψουμε ποια μορφή είχαν τα σπίτια και πως νάταν η ζωή μέσα στο κάστρο. Έρχονται στο νου μας τα γραφόμενα του Χ. Περραιβού, του απομνημονευματογράφου του Αγώνα, που πολέμησε στην Ήπειρο μαζί με τους Σουλιώτες: «Η Πάργα είναι κωμόπολις, κείται επί τίνα υψηλόν και απότομον λίθον, περιβρεχόμενον υπό των παραλίων του Ιονικού πελάγους, συνεχόμενον δε προς την ξηράν και σχηματίζοντα αυτήν ως χερσόνησον. Η περιφέρεια του απότομου και βραχώδους τούτου μονολίθου δεν υπερβαίνει, κατ’ έκτασιν, εν Ιταλικόν μίλιον. Επί της κορυφής αυτού, καίτοι ανωμάλου και κατωφερούς, έκτισαν οι Ενετοί φρούριον. Εν αυτώ υπάρχουσι τετρακόσιοι σχεδόν οίκοι μικρού μεν εμβαδού, αλλά δίπατοι και τρίπατοι ένεκα της μικράς του τόπου εκτάσεως, άλλοι τόσοι δεν εκτός φρουρίου. Εάν τις εκ μέρους της θαλάσσης περιεργασθεί το φρούριον και τας εν αυτώ οικίας, θέλει να παρομοιάσει πιθανόν με το σχήμα κουκουνάρας, επειδή βλέπει τας οικίας υπερεχούσας αλλήλους το ύψος, μίαν δηλαδή επί της άλλης».
-Καταλαβαίνετε λοιπόν, αγαπητοί μου, με τέτοιο ανθρώπινο συνωστισμό στο χώρο του κάστρου, ποιες θα ήταν την εποχή εκείνη οι συνθήκες ζωής και υγιεινής, παρατηρεί εύστοχα ο καθηγητής μας. Δεν ήταν τυχαία λοιπόν η παρουσία τόσων επιδημιών και ασθενειών.
Σε δυο λεπτά το μονοπάτι μας οδηγεί σ’ ένα πλάτωμα με κυπαρίσσια. Μπροστά μας ορθώνεται ένα κτίσμα φρουριακής κατασκευής, ένα κάστρο μέσα στο κάστρο. Είναι το περίφημο Σεράι του Αλή-Πασά, «ένα γεροχτισμένο, ογκώδες και ψηλό οχυρό, με πύργους και ντάπιες, υπόγειες αποθήκες, στρατώνες, λαγούμια, στέρυες και μπουντρούμια», όπως το περιγράφει ο Γκίκας.
Η θολωτή πύλη είναι περίτεχνα φτιαγμένη με πελεκητούς λίθους και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Στο υψηλότερο σημείο της αψίδας είναι σκαλισμένο ένα λιθανάγλυφο, που αναπαριστά ένα πουλάκι. Με υπόδειξη του κ. Σινάκου εντοπίζουμε με δυσκολία, πνιγμένες πίσω από χόρτα φυτρωμένα στον τοίχο, δυο τετράγωνες πλάκες, αριστερά και δεξιά πάνω απ’ την πύλη. Σε κάθε μια διακρίνεται σκαλισμένος ένας δικέφαλος αετός.
-Έγιναν κατά παραγγελία του Αλή Πασά προς δόξαν της μεγαλομανίας του, μας εξηγεί ο καθηγητής. Υπάρχουν επίσης επιγραφές δυσανάγνωστες με χρονολογία 1820.
Διασχίζουμε το μισοσκότεινο λαβυρινθώδες εσωτερικό του σεραγιού και βγαίνουμε πάνω απ’ αυτό, στην επίπεδη, χορταριασμένη του σκεπή. Σκόρπια εδώ κι εκεί κανόνια διαφόρων μεγεθών, σκοπιές σε στρατηγικά σημεία, πολεμίστρες, θέα εκπληκτική σε όλο τον ορίζοντα. Σ’ ένα σημείο στήλη αναθηματική εις μνήμην της εκτέλεσης του Παργινού Γάκη Ζέρη στις 19 Μάρτη του 1943 από τους Ιταλούς.
Συνεχίζουμε για λίγα μέτρα προς τα βόρεια και συναντάμε τα δύο σκοτεινά στόμια μιας υπόγειας στέρνας μεγάλων διαστάσεων. Αμέσως μετά ανεβαίνουμε μερικά σκαλοπάτια και φτάνουμε στο υψηλότερο σημείο του σεραγιού.
Εδώ ορθώνονται οι τοίχοι ενός τετράγωνου δωματίου με θόλους και αψίδες, από το οποίο λείπει η σκεπή. Οι διαστάσεις του είναι 3,5 Χ 3,5 μ. και πιθανολογείται ότι χρησίμευε ως χαμάμ του Αλή Πασά στο κορυφαίο σημείο του κάστρου.
Ένα βλέμμα ολόγυρα, ανάσες του ανοιξιάτικου αέρα, μερικές στιγμές περίσκεψης… Κατηφορίζουμε προς τα ΒΑ, από το ωραίο βοτσαλωτό καλντερίμι. Τεράστια λίθινη μυλόπετρα, κανόνια διάσπαρτα εδώ κι εκεί, υπολείμματα από το μισοθαμμένο στο χώμα εκκλησάκι του Αγ. Ισαύρου, με ίχνη τοιχογραφιών που μόλις διακρίνονται. Η περιπλάνηση στην ερειπωμένη καστροπολιτεία της Πάργας τελειώνει, βρισκόμαστε και πάλι στο σημείο απ’ το οποίο ξεκινήσαμε. Έστω και χωρίς τη θέα που θα επιθυμούσαμε ανάμεσα απ’ τα πεύκα, ο καφές μας είναι απολαυστικός στον υπαίθριο χώρο του αναψυκτηρίου και εξίσου απολαυστική η συντροφιά του καθηγητή και του Δημάρχου.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΘΕΟΦΙΛΟΣ Δ. ΜΠΑΣΓΙΟΥΡΑΚΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΕΥΚΟΣ 39
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου